Το ανδραγάθημα του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου εν μέσω γερμανικής κατοχής την Μεγάλη Παρασκευή του 1944
Γράφει ο Στέλιος Κούκος
Σαν ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό ανδραγάθημα εν καιρώ πολέμω μοιάζει η παράτολμη ενέργεια του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γενναδίου (1868-1951) η οποία πραγματοποιήθηκε εν μέσω γερμανικής κατοχής το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής του 1944.
Ο μητροπολίτης Γεννάδιος αψήφησε την δυναστική, βάρβαρη και απάνθρωπη εξουσία και επιτέθηκε λεκτικά κατά των τυράννων.
Ο Θεσσαλονίκης Γεννάδιος κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής έκανε ότι μπορούσε για να βοηθήσει τον δοκιμαζόμενο λαό, όπως συσσίτια, αλλά και προσπάθειες για την διάσωση καταδικασθέντων σε θάνατο.
«Δίκαιος των Εθνών»
Επίσης δεν δίστασε να συμπαρασταθεί και στους Εβραίους της πόλης πράγμα που αναγνωρίστηκε από την Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του διπλωματικού αντιπροσώπου του Ισραήλ στη Θεσσαλονίκη, Ino Tiano ο οποίος σε αναφορά του στον ομόλογο του στην Αθήνα ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής: «ο διακεκριμένος κληρονόμος των αξιότιμων ιερέων της ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, Μητροπολίτης Γεννάδιος, όχι μόνο ενεπλάκη προσωπικά στη διάσωση των δυστυχούντων Εβραίων, αλλά και παρενέβη με θέρμη ενώπιον του ναζιστικού καθεστώτος, εκ μέρους των Εβραίων της Θεσσαλονίκης».
Το 1969, δηλαδή 18 χρόνια μετά τον κοίμησή του, τον Ισραήλ τον ανακήρυξε επίσημα «Δίκαιο των Εθνών» για την προσφορά του αυτή.
Όσο για την ενέργειά του το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής του 1944 την οποία χαρακτηρίσαμε ως ανδραγάθημα, μοιάζει να αποτελεί σαν ένα ξέσπασμα της πληγωμένης καρδιάς του και ως έκφραση της δυσφορίας του προς τους ναζί κατακτητές για όσα μέχρι εκείνη την στιγμή υπέστη η πόλη, αλλά και όλος ο κόσμος.
Και, βεβαίως, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης δεν ξέσπασε εναντίον των ολετήρων του κόσμου μέσα σε στενό και κλειστό εκκλησιαστικό κύκλο, αλλά εν τω μέσω της πλατείας Αγίας Σοφίας με πλήθος κόσμου να τον περιτριγυρίζει ενώ γύρω γύρω υπήρχαν Γερμανοί και άλλοι «Έλληνες» συνεργάτες τους!
Το περιστατικό που διέσωσε ο λογοτέχνης Τόλης Καζαντζής
Το ανδραγάθημα του «κοσμοαγάπητου ιεράρχη» κυρού Γενναδίου διέσωσε ο θεσσαλονικιός λογοτέχνης Τόλης Καζαντζής (1938-1991) ο οποίος ήταν τότε έξι χρονών και παρακολουθούσε την περιφορά του Επιταφίου στην αγκαλιά του πατέρα του. Το περιστατικό αυτό περιγράφεται στο διήγημα του η «Αγία Σοφία η Δεύτερη» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του, «Το τελευταίο καταφύγιο» και μπορείτε να το διαβάσετε πιο κάτω.
«Ήταν πρωτοφανής ο αριθμός των ανθρώπων που προσέλευσαν έχοντας καλύψει ολόκληρη την πλατεία και έχοντας βγει σε ταράτσες μπαλκόνια και δρόμους. Προτιμούσαμε, ανέκαθεν, να ακολουθούμε την περιφορά του Επιταφίου της Αγια-Σοφιάς.
Συναντιόμασταν το βράδυ της μεγάλης Παρασκευής όλοι (ακόμη κι οι αποσκιρτήσαντες και παρεπιδημούντες, για το Πάσχα, φίλοι) εκεί απέναντι, στο παλιακό κόκκινο μέγαρο, που το ισόγειό του καφενείο «Ερμής», πληρούται καθημερινά με την ανία και την πλήξη συνταξιούχων εκπαιδευτικών και λοιπών παροπλισμένων δημοσίων λειτουργών.
Σε κάποια στιγμή της περιφοράς, ο ανθοστόλιστος Επιτάφιος, με επικεφαλής του κλήρου το Μητροπολίτη, συναπαντιέται με τον εξίσου λαμπρό της Μητροπόλεως.
Εκεί, στην αγκαλιά του πατέρα μου, για να βλέπω καλύτερα, έτυχε μια χρονιά επί κατοχής, να βρεθώ πολύ κοντά κι απόμεινα άφωνος βλέποντας το Μητροπολίτη μας, τον κοσμαγάπητο ιεράρχη Γεννάδιο, τον μόνο πνεύμονα, να τείνει μεγαλοπρεπέστατα την δεξιά του, για να δωρίσει ευχές χριστιανικές και να την ασπαστεί πρώτα εκείνος ο σεβάσμιος κι εκλείψας, πια, δυστυχώς, κλήρος και στη συνέχεια όσοι
από τους λαϊκούς θα τυχαίναμε μιας τέτοιας χάρης, την ώρα ακριβώς, που σαν καπνός αναθρώσκων αναπέμπονταν οι μυριόστομες ευχές.
Και γύρω γύρω Γερμανοί και κάτι δικοί μας σφουγκοκωλάριοί τους -ίδιοι καρνάβαλοι μες στις γερμανικές στολές τους- ιλαχτούσαν μ’ εκείνη την απαίσια γλώσσα τους και χασκογελούσανε ξεδιάντροπα. Κι ήμουν δεν ήμουν τότε έξι χρονών παιδί κι ένιωσα απ’ τους κρουνούς των ματιών μου ν’ αναβλύζουν σαν από μόνα τους τα δάκρυα και να μουσκεύουν τους ώμους του τριμμένου ρούχου του πατέρα μου, καθώς εκείνος ο πλάτανος ο Γεννάδιος βγήκε δυο βήματα, μπροστά και κραδαίνοντας την ολόχρυση και φοβερή του ράβδο βροντοφώναξε έτσι, που τρίξανε όλα τα γύρω τζάμια:
– Αράς* κατά βαρβάρων, αράς κατά βαρβάρων.
Έπεσε παντού μία σιωπή θανάτου. Όλοι τον κοιτάζαμε και κοιταζόμασταν ανήσυχοι και σιωπηλοί, ώσπου ο Μητροπολίτης μας, λες κι είχε ξυπνήσει από όνειρο κακό, ανέτεινε τα χέρια κι ατενίζοντας μ’ αγλαϊσμένη τη ματιά βαθιά στα ουράνια, μουρμούρισε κάποιες μυστικές ευχές. Κι ύστερα, κατάχλομος, συγχυσμένος και σύννους συνέχισε το δρόμο του σαν μπροστάρης που υπήρξε σ’ όλη τον τη ζωή».
* κατάρες
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.