Blog

Πώς εκλέχθηκε ο Άγιος Νήφων αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και πώς ποίμανε την πόλη

Άγιος Νήφων Β´, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία, Μονή Ξηροποτάμου, εξωνάρθηκας (1783). Ζωγράφοι: Αθανάσιος και Κωνσταντίνος εκ Κορυτσάς. Από την ιστοσελίδα Άγιοι του Άθω: https://saints-of-mount-athos.blogspot.com/

Η μνήμη του τιμάται  στις 11 Αυγούστου

Από το «Νέο εκλόγιον» του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτη, εκδόσεις Αστήρ.

 

Κατά δε τον καιρόν εκείνον δύο άρχοντες Θεσσαλονικείς ήλθαν εις προσκύνησιν των

ιερών Μοναστηρίων του Αγίου Όρους· και ευρεθέντες εις την μονήν του Διονυσίου εις την ημέραν οπού ελειτουργούσεν ο Άγιος εις το καθολικόν, και ακούσαντες την μελίρρυτον διδασκαλίαν του, εθαύμασαν, ως γραμματισμένοι οπού ήσαν και αυτοί· και μετά το τέλος ενωθέντες με τον Άγιον, ευφράνθησαν από τας ψυχωφελείς παραγγελίας [συμβουλές] του· επιστρέψαντες δε εις την πατρίδα τους, διεφήμιζαν εις όλους τους Θεσσαλονικείς άπαντα τα του θείου Νήφωνος.

Εις δε τας ημέρας εκείνας εκοιμήθη ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Παρθένιος, και συναθροισθέντες οι Επίσκοποι και όλος ο κλήρος των Θεσσαλονικέων, όλοι κοινώς απεφάσισαν διά ποιμένα τους τον πάνσοφον Νήφωνα· όθεν και απεσταλθέντες δύο Επίσκοποι και κληρικοί επήγαν εις την σεβασμίαν μονήν του Διονυσίου, και συνομιλήσαντες κατά μόνας με τους προεστώτας τους επαρακαλούσαν να παρακινήσουν τον Άγιον διά να δεχθή τας ψήφους [να αποδεχθεί την εκλογή του]· εκείνοι δε βαρέως αναστενάξαντες είπον· ποίος είναι εκείνος οπού να δίδη, Άγιοι αρχιερείς, τον διδάσκαλόν του εις άλλους; ημείς είμεθα πεινασμένοι και διψασμένοι, και πώς να δώσωμεν την βρώσιν και πόσιν μας; τόσον εκατήντησεν η περιβόητος Θεσσαλονικη να μην έχη τινά άξιον διά ποιμένα; και ήλθετε εις ημάς τους ταπεινούς να μας υστερήσετε το φως των ομματίων μας, εις καιρόν οποού βλέπετε μοναχοί σας εις ποίους κρημνώδεις και δυσβάτους τόπους κατοικούμεν, ώστε και από τα ανναγκαία του σώματος υστερούμεθα; και ο Κύριός μας εξαπέστειλε τον παρηγορητήν εις τας θλέψεις μας, και τώρα να τον υστερηθώμεν οι δυστυχείς; πολλά δύσκολα μας φαίνεται· και κατ’ αλήθειαν μέγας κίνδυνος έχει να μας ακολουθήση αν ζημιωθώμεν τοιούτον φωστήρα· αλλά και όλη η αδελφότης βεβαιότατα έχει να δοκιμάση θλίψιν αμέτρητον και ταύτα ειπόντες ανεχώρησαν.

Οι δε επίσκοποι και οι κληρικοί βλέποντες πως δεν εκατώρθωσαν τίποτε, επαρακαλούσαν με θερμά δάκρυα τον Άγιον Θεόν και τον τίμιον Πρόδρομον, να μη γυρίσουν άπρακτοι· ο δε ῞Αγιος, ερωτώντας τον ηγούμενον δι’ αυτούς, δεν του απεκρίθη από την άκραν λύπην οπού είχεν· αλλ’ ο Άγιος ώντας πεφωτισμένος από την χάριν του Αγίου Πνεύματος εκατάλαβε και του είπε· μη λυπήσαι Πάτερ, ότι εγώ θέλω είμαι μαζύ σας, και εις τον ψυχοσωτήριον τόπον έχω να δώσω το κοινόν χρέος, καθώς παρεκάλεσα τον θείον Πρόδρομον, όταν ήλθα εις το Μοναστήριον και εισήκουσε την δέησίν μου.

 Ο δε καθηγούμενος είπε προς αυτόν· γένοιτό σοι, αγαπητέ, ως εζήτησας από τον θείον Πρόδρομον· βλέπεις όμως αυτούς, διά τους οποίους με ερώτησες; Επίσκοποι είναι της Θεσσαλονίκης, και ως απεστάλθησαν από όλον τον κλήρον και τον λαόν διά να σε πάρουν ποιμένα τους, και ημείς μένομεν ορφανοί από λόγου σου· και μάλιστα εγώ δεν σε βλέπω πλέον· τούτο δε έλεγεν, ώντας πεφωτισμέννος από τον Θεόν· ότι όταν ήλθε το δεύτερον [όταν επέστρεψε μετά από πολλά χρόνια] ο Μακάριος Νήφων εις την μονήν, ήτον αποθαμένος ο ηγούμενος, και δεν τον είδε πλέον, ως προεφήτευσε. 

Ταύτα λέγων έχυνε ποταμηδόν δάκρυα.

 Ακούσας δε ταύτα ο ταπεινόφρων Νήφων, έπεσε κατά γης μέσα εις τον Ναόν, και βρέχωντας με δάκρυα το έδαφος, έλεγε· ποίος είμαι εγώ ο δυσώδης – και αμαρτωλός να δεχθώ εις τον καταπληγωμένον μου τράχηλον τέτοιον βαρύτατον ζυγόν; αδελφοί ακούσαντες τον οδυρμόν του Αγίου εδραμαν όλοι εις την Εκκλησίαν, διά να ιδούν τις ήτον η αιτία της τοσαύτης λύπης του. Τότε, βλέπωντας ότι εσυνάχθη όλη η αδελφότης εις τον Ναόν, τους ανήγγειλεν άπαντα τα των Επισκόπων και κληρικών· και καθώς το ήκουσαν οι αδελφοί επερικύκλωσαν τον Άγιον κλαίοντες και οδυρόμενοι τόσον, οπού ήκουσαν την ταραχήν οι Επίσκοποι και οι κληρικοί, και ήλθαν εις το μέσον και έδωκαν εις χείρας του Αγίου τα γράμματα παντός του κλήρου των Θεσσαλονικέων. 

 Ο δε Αγιος κλαίων έλεγεν· εγώ, άγιοι αρχιερείς, με το να ήμαι καταπληγωμένος από τας πολλάς μου αμαρτίας, ήλθον εις τούτον τον τόπον να ησυχάσω και να δώσω τέλος, και πώς ημπορώ να φύγω την οδόν της μετανοίας, και να πάρω επάνω μου τόσων ψυχών φροντίδα, οπού μόλις δύναμαι να σώσω την αμαρτωλήν μου ψυχήν,

Οι δε Επίσκοποι έλεγον· μη φανής Πάτερ εναντίος εις την θείαν απόφασιν, ότι όλοι κοινώς με μίαν γνώμην και φωνήν σε ζητούν διά ποιμένα τους. 

Τότε ο ηγούμενος ως εκ Πνεύματος Αγίου πεφωτισμένος, είπεν· ύπαγε, ω Πάτερ τίμιε, ότι ούτως είναι το θέλημα του Θεού να αυξήση το τάλαντον, και να σωθούν πολλοί διά μέσου σου· και ενθυμού πάντοτε ταύτην την ιεράν μονήν, και την αγάπην ημών και των αδελφών, και βοήθει μας με τας συχνάς σου προσευχάς, και με ότι άλλο σωματικόν αναγκαίον δύνασαι προς κυβέρνησίν μας· ημείς δε σε έχομεν πάντοτε εις την μνήμην μας, ως κοινοβιάτην και τέκνον του ιερού Μοναστηρίου διότι ο Κύριος, ταύτην την νύκτα, επρόσταξεν εμέ τον ανάξιον, να μην εμποδίσωμεν την οδόν σου· και ταύτα ειπών κατεφίλησε τον Μακάριον Νήφωνα· ομοίως και όλοι οι αδελφοί μετά δακρύων ησπάσαντο αυτόν ο οποίος τέλος πάντων είπεν· ας γένη πατέρες μου και αδελφοί το θέλημα του Κυρίου, καθώς ορίζετε, όμως κίνδυνος μέγας ακολουθεί εις εμέ τον ανάξιον και ευχεσθε υπέρ εμού προς Κύριον.

 Και τοιουτοτρόπως παραλαβόντες οι Επίσκοποι τον Άγιον, ανεχώρησαν χαίροντες, και πηγαίνοντες εις την Θεσσαλονίκην, έδραμον τόσον πλήθος λαού, διά να ιδούν τον Άγιον, και να λάβουν την ευλογίαν του, οπού εστενοχωρούντο [στριμώχνονταν] ποίος να προλάβη πρότερον· και όταν ήλθεν η Κυριακή εχειροτόνησαν αυτόν αρχιερέα και ποιμένα τους. 

 Ο δε Άγιος ύστερον από ολίγας ημέρας, βλέπωντας τους Χριστιανούς συγχισμένους από τους Λατινόφρονας, και την καινοτομίαν της εν Φλωρεντία ψευδοσυνόδου, εδίδασκε καθ’ εκάστην τα ποία δόγματα των Αποστόλων και των θείων Συνόδων, αποβάλλωντας τελείως τας καινοτομίας και τας σοφιστικάς αποδείξεις των Λατίνων, και τους επαρήγγελε να φυλάττουν την ορθοδοξίαν ανόθευτον· επαρηγορούσε δε αυτούς και διά τας αταξίας και τους πειρασμούς των νεοβασιλευόντων Αγαρηνών [των Τούρκων], παρακινώντας τους να υπομένουν αγογγύστως τας βλέψεις και τα βάσανα της αιχμαλωσίας, δια την ελπίδα των επηγγελμένων αγαθών, και να φυλάττουν την πίστιν αμόλευτον.

Τους δε ανελεήμονας και ασπλάγχνους πλουσίους επαρακινούσε, με τας πανσόφους διδασκαλίας του, να ευσπλαγχνίζωνται και να ελεούν τους πτωχούς· διότι τόσον εύσπλαγχνος ήτον και φιλόπτωχος, ώστε πολλαίς φορείς επήγαινε μόνος του διά νυκτός τα χρειαζομενα εις τους ασθενείς και αδυνάτους και με την γλυκύτητα των λόγων του έσυρε καθ’ ένα εις το θείον θέλημα ακόμη και πολλούς απίστους μετέβαλεν ο πάνσοφος εις την πίστιν του Χριστού, και καθ’ εκάστην επέστρεφον από την πλάνην τους· όθεν ηκούσθη όλούθεν η φήμη του, και έτρεχον πολλοί εις αυτόν· έφθασε δε και εις την μεγάλην Εκκλησίαν, και επεθυμούσαν και οι αρχιερείς να τον απολαύσουν.

Και μετά δύο χρόνους επροσκαλέσθη από όλην την ομήγυριν των αρχιερέων εις την Κωνσταντινού πολιν, διά υποθέσεις αναγκαίας της Εκκλησίας· τούτο δε έγινε κατ’ οικονομίαν Θεού, διά να τεθή το φως εις υψηλότερον τόπον, και να φωτίζη όλους κοινώς· πηγαίνωντας λοιπόν ο Άγιος εις την Κωνσταντινούπολιν, εδέχθη με κάθε τιμήν από τον Πατριάρχην, και τους αρχιερείς, και από όλον τον κλήρον και τον λαόν διά την αρετήν του και την σοφήν κυβέρνησιν του ποιμνίου…

Επιμέλεια Στ.Κ.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.