Blog

Όσιος Νικόδημος ο Νέος, ο διά Χριστόν Σαλός, Εν Θεσσαλονίκη μαρτυρήσας

Όσιος Νικόδημος ο διά Χριστόν σαλός.

 

Τιμάται στις 24 Νοεμβρίου 

Ο Νικόδημος γεννήθηκε το 1265 περίπου, στη Βέροια και πέθανε το 1307 στη Θεσσαλονίκη. Ήταν γόνος επιφανούς και ευσεβούς οικογένειας και μεγάλωσε με τα νάματα της Χριστιανοσύνης, μελετώντας καθημερινά τις Θείες Γραφές. 

Μοναδική του έννοια από την παιδική του ηλικία ήταν η αύξηση των αρετών. Με αυστηρότατη νηστεία, πολύωρη προσευχή και ελάχιστο ύπνο κατάφερε να νεκρώσει τελείως τη σάρκα του, υποδουλώνοντας τα πάθη στο λογικό. 

Οι ολονύκτιες δεήσεις του συνοδεύονταν από κατανυκτικότατα δάκρυα. Είχε δέσει κάπου κρυφά σχοινιά στο ύψος της οροφής, τα οποία κρατούσε τα βράδια στις προσευχές του, κάτι σαν κρεμαστήρες για να στηρίζει το σώμα του. 

Ο λόγος ήταν διπλός. Πρώτον για να μην κουράζεται και έχει ανάγκη ξεκούρασης και δεύτερον με τον τρόπο αυτό είχε συνεχώς τα χέρια του υψωμένα προς τον Θεό.

Κατόπιν αποφασίζει να φύγει για τη Θεσσαλονίκη με σκοπό να ενταχθεί σε κάποιο κοινόβιο με άλλους μοναχούς. Για τον σκοπό αυτό φτάνει στη μονή Φιλοκάλλους (ή Φιλοκάλλη).

[…]

Εκεί η ταπείνωσή του υπήρξε παροιμιώδης και επέδειξε ιδιαίτερη ευπείθεια και υπακοή στον ηγούμενό του και προς όλους τους αδελφούς σε τέτοιο βαθμό που προκάλεσε την απορία όλων. Σιγά-σιγά άρχισαν να τον ευλαβούνται, κάτι που τον δυσαρέστησε. 

Έτσι αποφάσισε να αλλάξει τακτική. Άρχισε να δείχνει αδιαφορία, να φλυαρεί και να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να κρύψει τις αρετές του. Όταν έμενε μόνος, όμως, η κατάσταση άλλαζε. 

Ακόμα και ο ηγούμενος του αναγκαζόταν να τον επιτιμά μπροστά σε όλους και μερικές φορές τον πετούσε κυριολεκτικά έξω από το μοναστήρι. Μετά από αυτό άρχισαν να τον βλέπουν διαφορετικά και να τον κοροϊδεύουν.

Εκείνος υπέμεινε με καρτερία όλες αυτές τις δοκιμασίες, έχοντας στο μυαλό τα λόγια του Θείου Παύλου: «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν…» (Ρωμ. 8,18. Τα παθήματα αυτής της ζωής δεν είναι τίποτα μπροστά στη μέλλουσα δόξα.). 

Ο ηγούμενος θέλοντας ν’ απαλλαγεί από τον Νικόδημο και ν’ απαλλάξει και εκείνον από τους εμπαιγμούς, τον έστειλε σε κάποιο μετόχι της μονής με διακόνημά του την καλλιέργεια των εκεί χωραφιών.

Ο όσιος δέχτηκε με περισσή χαρά, γιατί τώρα θα ζούσε εντελώς μόνος με τον Θεό. Όλη μέρα εκτελούσε το διακόνημά του τελείως νηστικός, έχοντας στα χείλη κάποια προσευχή. Όσα έσοδα έπαιρνε από τα χωράφια, αντί να τα δίνει στη μονή του, τα διαμοίραζε στους φτωχούς της περιοχής του, ή στις πόρνες με σκοπό να μην αμαρτάνουν. 

Για τον σκοπό αυτό έπρεπε να τις συναναστρέφεται ή και να μένει πολλές φορές μαζί τους και να διαπιστώνει ιδίοις όμμασιν ότι εκείνες που πλήρωνε, πράγματι δεν θα πήγαιναν με πελάτες. 

Όλες αυτές επίσης ο όσιος δεν σταματούσε να τις νουθετεί. Πολλές από αυτές με τούτο τον τρόπο άφηκαν το πρόστυχο αυτό επάγγελμα και μιμούμενες την οσία Μαρία την Αιγυπτία, μετανόησαν. Τη μετάνοια των πορνών ο κόσμος δεν την έβλεπε, ενώ τη συναναστροφή του οσίου μ’ αυτές, τη διαλαλούσαν παντού εμπαίζοντάς τον συνάμα.

Ο δε αρχαίκακος όφις σατανάς, δεν ήταν δυνατό ν’ αντέξει τέτοια ήττα από έναν νεαρό σχετικά άνδρα. Έτσι ξεσήκωσε οργή εναντίον του από τους πρώην εραστές των γυναικών αυτών, οι οποίοι βρίσκοντας ευκαιρία ένα βράδυ του επιτέθηκαν με μαχαίρια και τον πλήγωσαν θανάσιμα. 

Εκείνος ενω ψυχομαχούσε, σαν άξιος μιμητής του Χριστού, ζήτησε από τον Θεό τη συγχώρεσή τους και ακολούθως παράγγειλε στους παρευρισκόμενους να τον πάνε στη μονή του.

Φτάνοντας εκεί ο ηγούμενος δεν επέτρεψε να τον βάλουν ούτε στην αυλή του μοναστηριού. Έτσι ο όσιος κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων έξω από την πύλη και παρέδωσε το πνεύμα του στον Θεό. 

Αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι όταν του ανακοίνωσαν την απόφαση του ηγούμενου, ο ίδιος εξευτελίστηκε κι’ άλλο, επικροτώντας την απόφαση και αποκαλώντας τον εαυτό του ανάξιο όχι μόνο της εισόδου στη μονή, αλλά και στη μέλλουσα Βασιλεία.

Ακολούθως σήκωσαν το τίμιο λείψανό του από την πύλη και το έθαψαν κάπου κοντά.

Μετά παρέλευση λίγων χρόνων όσοι περνούσαν από το σημείο αυτό, ένιωθαν μία έντονη ευωδιά να πλημμυρίζει τον χώρο. Η αίσθηση της οσμής αυτής ήταν καθολική από όσους περνούσαν, έτσι αποφασίστηκε να σκάψουν στο σημείο εκείνο για να αποκαλυφθεί το αίτιο. Με τον τρόπο αυτό ευδόκησε ο Θεός ν’ αποκαλυφθεί η αγιότητά του. 

Όταν έσκαψαν, ω του θαύματός Σου Μεγαλοδύναμε, βρήκαν το λείψανο ακέραιο και εύκαμπτο, λες και κοιμόταν. Τότε όλη η Θεσσαλονίκη έτρεξε να τον προσκυνήσει.

Ο ίδιος ο βασιλιάς, Ανδρόνικος Β΄ ο Παλαιολόγος, έφτασε και κήρυξε μεγάλη χαρά και γιορτή για την εύρεση του ιερού λειψάνου (Οι δε συμμοναστές του οσίου μέμφθηκαν τους εαυτούς τους για τη στάση που τήρησαν απέναντί του όσο ζούσε). 

Σήκωσαν το σκήνωμά του και με τιμές ο κλήρος, ο βασιλιάς και ο λαός το άλειψαν με μύρα, το έντυσαν με κατάλληλα ρούχα και το ξανατοποθέτησαν στο ίδιο σημείο, στο οποίο και έκτισαν ναό προς τιμήν του. (Δεν σώζεται σήμερα).

Αρκετά θαύματα άρχισε να τελεί το ιερό λείψανο του οσίου, το οποίο και παρέμεινε άφθαρτο για πολλά χρόνια. Τον βίο του έγραψε ο άγιος Φιλόθεος Κόκκινος, που διετέλεσε μετέπειτα ηγούμενος στο μοναστήρι του Φιλοκάλλους. 

Για τον άγιο έγραψε ακολουθία και έναν κανόνα ο πατήρ Αθανάσιος Σιμωνοπετρίτης και δεύτερο παρακλητικό κανόνα και χαιρετισμούς ο πατήρ Πορφύριος Σιμωνοπετρίτης.

Από το βιβλίο του Ίκαρου Πετρίδη, οι «Εν Θεσσαλονίκη διαλάμψαντες Άγιοι».

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.