Blog

Ο Άγιος Δημήτριος της Γαληνότατης: στην υπηρεσία της πολιτικής προπαγάνδας των Βενετών του 13ου αιώνα

Απόσπασμα από το βιβλίο της Κατερίνας Β. Κορρέ, η «Θεσσαλονίκη 12ος – 15ος, Μέσα από λατινικές πηγές», έκδοση Κέντρου Ιστορίας δήμου Θεσσαλονίκης, 2024.

Οι καλλιτεχνικές επιλογές της Βενετίας όχι μόνο συνέπιπταν αλλά και υπηρετούσαν ολοκληρωτικά το αφήγημα του 13ου αιώνα: της ανεξάρτητης από το Βυζάντιο δύναμης, που απέκτησε μια αυτοκρατορία και έγινε, εκείνη μόνη πλέον, αυτοκράτειρα στην Κωνσταντινούπολη. 

Δεν ήταν η μόνη που ενέδυε το καλλιτεχνικό της πρόγραμμα με την εξοικείωση των υπηκόων της στις πολιτικές αξίες που επιθυμούσε. Πολλές πόλεις-κράτη της περιόδου είχαν ήδη ξεκινήσει να προβάλλουν την κοινωνική συμφωνία (concordia) που στηρίζει το πολιτικό τους οικοδόμημα και, κατ’ επέκταση, μεγαλείο. Βάση της συμφωνίας αυτής ήταν η «αστική παράδοση», δηλαδή οι ιστορικές, πολιτιστικές και θεσμικές πρακτικές που προάγουν την πολιτική συμμετοχή, την εμπλοκή των πολιτών και την αίσθηση ευθύνης μέσα σε μια κοινότητα ή κοινωνία.

Για το βενετικό αφήγημα που δημιουργείται τον 13ο αιώνα, τα πολιτικά ιδεώδη της αστικής παράδοσης είναι στενά συνδεδεμένα με την προπαγάνδα της «Νέας Ρώμης», που αποδίδει δικαιοσύνη. Κανένα άλλο δημόσιο κτίριο στη Βενετία δεν ήταν πιο πρόσφορο για να προπαγανδίσει το αφήγημα αυτό, από τη μεγάλη εκκλησία του αγίου Μάρκου, που ολοδιακοσμήθηκε, εσωτερικά και εξωτερικά, γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό. 

Ο Άγιος Μάρκος ήταν το κέντρο της αστικής υπερηφάνειας και η τελετουργική έδρα της κυβέρνησης. Για να νομιμοποιηθούν λοιπόν τα αποκτήματα της Γαληνοτάτης, οι Βενετοί υιοθέτησαν δύο πολιτικές προπαγάνδας: 

(α) την τοποθέτηση των συμβόλων κυριαρχίας γύρω από την πλατεία του Αγίου Μάρκου, για να τονιστεί ότι οι νέες περιοχές βρίσκονταν τώρα υπό το βενετικό νόμο και 

(β) την κατασκευή μιας ψευδο-ιστορίας για την πόλη, που θα την καθιστούσε «περιούσια πόλη».

Τα περισσότερα διακοσμητικά στοιχεία του Αγίου Μάρκου τοποθετήθηκαν μετά από το 1204. Δύο μάλιστα, με τα οποία θα ασχοληθούμε εδώ, σχετίζονται με τη λειτουργία του Αγίου Δημητρίου και τις εικονογραφικές μεταβολές που προσαρμόστηκαν στο νέο αφήγημα της δημιουργίας μιας «Βενετικής Κοινοπολιτείας» στα εδάφη της Ρωμανίας. 

Στη δυτική πρόσοψη του Αγίου Μάρκου, δύο από τα τέσσερα ορθογώνια ανάγλυφα που βρίσκονται εκατέρωθεν της κεντρικής στοάς απεικονίζουν καθιστούς πολεμιστές που πρόκειται να τραβήξουν τα ξίφη τους. Πρόκειται για ένα ανάγλυφο του Αγίου Δημητρίου, το οποίο παρουσιάζει τον άγιο καθισμένο σε μια διακοσμημένη καρέκλα, φορώντας βαριά πτυχωτή πανοπλία. Τα πόδια του ακουμπούν σε ένα εξαγωνικό υποπόδιο (suppedaneum) και είναι έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του. 

Η σκηνή αναδεικνύει την αποφασιστικότητα και τη δύναμη του αγίου προσώπου ενώ η διακόσμηση της καρέκλας και το σχήμα του υποποδίου προσθέτουν μια αίσθηση επισημότητας και ιερότητας στην απεικόνιση. Αυτή η παράσταση, με την αίσθηση της κίνησης και της ενέργειας που εκπέμπει, τονίζει τη στρατιωτική φύση και τον ρόλο του Αγίου Δημητρίου ως προστάτη πολεμιστή. 

Η υψηλή «τεχνική του αντικατοπτρισμού» είναι εξαιρετικά επιτυχημένη σε αυτό το έργο: από τη μία πλευρά, ο Άγιος Δημήτριος φαίνεται να αναπαύεται στην καρέκλα, ενώ από την άλλη είναι έτοιμος για δράση. Το ανάγλυφο προσδίδει, επίσης, την αίσθηση της τρισδιάστατης απεικόνισης: το φόντο φαίνεται βαθύ, ενώ ο Άγιος προβάλλει προς τα εμπρός.

Η ακριβής προέλευση του έργου είναι αβέβαιη. Για άλλους ιστορικούς της τέχνης πρόκειται για πρωτότυπο του 11ου-13ου αιώνα και για άλλους για αντίγραφο του 13ου αιώνα ενός υποθετικού ανάγλυφου, το οποίο ίσως να ανήκε στα λάφυρα που απέσπασαν οι Σταυροφόροι από την Κωνσταντινούπολη μετά τα γεγονότα της Δ’ Σταυροφορίας.  

Θεωρείται πάντως βέβαιο ότι το έργο αυτό χρησίμευσε ως πρότυπο για τον Άγιο Γεώργιο της ίδιας πρόσοψης, από τον Maestro dell’Ercole, όπως είχε γίνει και με το ζεύγος της Madonna Orante και του Αρχαγγέλου Γαβριήλ (San Michele Arcangelo). 

Ο Otto Demus απέδειξε ότι το ανάγλυφο του Αγίου Δημητρίου είναι αυθεντικό έργο κωνσταντινοπολίτικης προέλευσης· μια δημιουργία πιθανότατα του ύστερου 12ου αιώνα, από ελληνικό μάρμαρο, πιθανόν μεταφερμένο στη Βενετία μετά από τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης,

Άγιος Γεώργιος.*

Η άλλη φιγούρα, που αναγνωρίζεται με μια επιγραφή ως Άγιος Γεώργιος, είναι μια, λιγότερο επιτυχημένη, αντιγραφή του Αγίου Δημητρίου από έναν Βενετό καλλιτέχνη, τον Maestro dell’Ercole και χρονολογείται στο δεύτερο τέταρτο 13ου αιώνα. Έργα του καλλιτέχνη αυτού υπάρχουν και αλλού στις πλευρές του ναού του Αγίου Μάρκου. 

Εδώ, έχουμε μια συνειδητή επιλογή: ο Άγιος Δημήτριος, κατεξοχήν στρατιωτικός άγιος συνδεδεμένος με συγκεκριμένες συνδηλώσεις στην Ανατολή αλλά και σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, ταιριάζεται με τον Άγιο Γεώργιο και όχι με τον Άγιο Θεόδωρο, που, ως επίσης στρατιωτικός άγιος, συνδέεται κατεξοχήν με τη Βενετία, ως προστάτης-άγιός της. 

Τι άλλαξε; Ο Άγιος Θεόδωρος υποδήλωνε και την εξάρτηση της Βενετίας, ως βυζαντινής επαρχίας, από τη βυζαντινή Ανατολή. Η συσχέτιση αυτή δεν εξυπηρετούσε πλέον, αφού η Βενετία, όχι μόνον είχε ανεξαρτητοποιηθεί αλλά είχε πια καθυποτάξει την Ανατολή. 

Συνεπώς, η αντικατάσταση του Αγίου Θεοδώρου με τον Άγιο Γεώργιο δίπλα στον Άγιο Δημήτριο, πιθανόν είχε σκοπό να υπογραμμίσει τη νέα πολιτική πραγματικότητα της Βενετίας. Ο Άγιος Γεώργιος αποτελούσε σύμβολο ευρύτερης χριστιανικής μαχητικότητας, κάτι που ταίριαζε καλύτερα με τον νέο ρόλο της Βενετίας, ως ανεξάρτητης δύναμης στον μεσογειακό κόσμο. 

Αυτή η μετατόπιση ήταν σαφέστατα προϊόν πολιτικής αντίληψης και αντικατόπτριζε τις αλλαγές στις πολιτικές συμμαχίες αλλά και τις φιλοδοξίες της Βενετίας. Αποτελούσε δε μήνυμα κυρίως για το εσωτερικό και δευτερευόντως για το εξωτερικό της χώρας.

* Παραθέτουμε την τεκμηρίωση, στον επίσημο ιταλικό κατάλογο των πολιτιστικών αγαθών: «Ανατέθηκε στον Maestro dell’Ercole το έργο να δημιουργήσει ένα ανάγλυφο που θα λειτουργούσε ως «pendant» στο βυζαντινό πρωτότυπο του Αγίου Δημητρίου, το οποίο βρίσκεται στην κύρια πρόσοψη. Ο καλλιτέχνης μιμήθηκε την πανοπλία, την καρέκλα, την κίνηση του να κρατά το ξίφος, και γενικά την απεικόνιση. Ωστόσο, στον Άγιο Γεώργιο διακρίνονται πιο γραμμικές, κλασικές, αρμονικές μορφές που είναι χαρακτηριστικές της βενετσιάνικης τέχνης. Συγκριτικά, ο Άγιος Δημήτριος εμφανίζεται, αν λάβουμε υπόψη την κακή κατάσταση του έργου και επομένως τη δυσκολία ανάγνωσής του, πιο ακατέργαστος και σχεδόν αρχαϊκός. Η κριτική αποδίδει εξ ολοκλήρου την πατρότητα του Αγίου Γεωργίου στον Maestro dell’Ercole λόγω των χαρακτηριστικών (χαρακτηριστικά του προσώπου, κυματισμοί της ενδυμασίας, απόδοση του στόματος και της μύτης) που είναι παρόμοια με εκείνα στο έργο Ερμής και η Ελαφίνα».

Επιμέλεια: Στ.Κ

 

 

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.