Ο Νεομάρτυρας Αναστάσιος ο μαρτυρήσας «εκτάκτως» ή σαν έτοιμος από καιρό!
Ο «ωραίος την όψη» Αναστάσιος ήταν 20 χρονών και ήταν Βούλγαρος -Σπάσος ονομαζόταν στα βουλγαρικά. Γεννήθηκε στο Ράντοβιτ της επισκοπής Στρούμιτσας και είχε έλθει στην Θεσσαλονίκη. Εδώ εργαζόταν σε έναν οπλοποιό.
Κάποια μέρα το αφεντικό του, μετά από πολλές πιέσεις, τον έπεισε να μεταφέρει μια ακριβή τουρκική ενδυμασία εκτός πόλεως. Αυτό ήταν παράνομο γιατί έπρεπε να πληρωθούν και οι σχετικοί φόροι. Μετά από πολλές πιέσεις ο Αναστάσιος πείστηκε και ντύθηκε με μια από τις ενδυμασίες που του έδωσε το αφεντικό και ξεκίνησε για να την μεταφέρει εκτός Θεσσαλονίκης.
Όταν έφτασε σε μια από τις πύλες της πόλης οι φρουροί και οι φοροεισπράκτορες του ζήτησαν έγγραφα και αυτός απάντησε πως είναι Τούρκος. Οι Τούρκοι τότε του ζήτησαν να πει το σαλαβάτι, δηλαδή την μωαμεθανική ομολογία και τότε ο Αναστάσιος έμεινε εμβρόντητος. Ήξερε πως μετά από μια τέτοια ομολογία θα τον θεωρούσαν για πάντα Τούρκο.
Και αυτό, βεβαίως, δεν ήταν μέσα στις δικές του προθέσεις! Έτσι, δεν τους έκανε την ομολογία που ήθελαν, πράγμα που εξαγρίωσε τους Τούρκους. Αμέσως τότε τον άρπαξαν βίαια και δέρνοντάς τον τον μετέφεραν στον κεχαγιά. Δηλαδή σε κάποιον τούρκο αξιωματούχο. Αφού ενημέρωσαν τον κεχαγιά περί τίνος πρόκειται αυτός άρχισε να τον προτρέπει βίαια να ασπαστεί τον «τουρκισμό».
Όταν είδε πως δεν μπορούσε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει τον οδήγησε στον πιο πάνω από αυτόν, σε κάποιον αγά. Ο αγάς εφάρμοσε άλλη τακτική απέναντί του καλοπιάνοντάς τον, αρχικά, αλλά όταν είδε κι αυτός πως δεν έπιαναν όλα όσα του πρότεινε άρχισε τους φοβερισμούς.
Ο Αναστάσιος, όμως, ομολόγησε ξεκάθαρα σ’ αυτόν ότι είναι χριστιανός, και πως δεν θα αλλάξει την πίστη του, ό,τι κι αν του κάνουν! Και έτσι διόρθωσε και το αρχικό του σφάλμα, να τους πει, δηλαδή, πως είναι Τούρκος. Ήταν κι αυτό ένα είδος ομολογίας.
Οπότε η υπόθεση του νεαρού Βούλγαρου έφτασε στην αρμοδιότητα του μουλά, του ιεροδικαστή, του οποίου ζητήθηκε από τον αγά η γνώμη για το τι έπρεπε να κάνει για την περίπτωση αυτή. Και ο μουλάς του απάντησε πως μπορεί να την χειριστεί ή με το σπαθί ή με το χαρτί.
Αυτό σήμαινε πως αν ήταν ζηλωτής της πίστεως του, του μωαμεθανισμού, θα έπρεπε να τιμωρήσει τον υβριστή. Διαφορετικά αν ήταν φιλοχρήματος και αδιάφορος ως προς την πίστη θα μπορούσε να «εξαργυρώσει» την υπόθεση αυτή με «άσπρα», δηλαδή με χρήματα.
Μετά από αυτό ο αγάς τον παρέπεμψε στον ίδιο τον μουλά, μαζί με τους απαραίτητους, πάντα, ψευδομάρτυρες για να καταμαρτυρήσουν και επιπλέον επιβαρυντικά στοιχεία εις βάρος του Αναστάσιου / Σπάσου. Ότι, δηλαδή, «περιπαίζει και υβρίζει την πίστη τους».
Ο μουλάς, όμως, απέτυχε κι αυτός να τον κάνει να τουρκέψει και γι’ αυτό διέταξε και του έδωσαν έναν «δαρμόν πολύ» και τον έκλεισαν στην φυλακή σιδεροδέσμιο.
Η προσαγωγή του νεαρού χριστιανού ενώπιον του μουλά επαναλήφθηκε για μια ακόμη φορά και, αφού και πάλιν δεν μεταπείστηκε να αλλαξοπιστήσει τον ράβδισαν «απηνώς», χωρίς οίκτο και τον έκλεισαν στην φυλακή με βαρύτερα σίδερα.
Η προσπάθεια του μουλά συνεχίστηκε και για τρίτη φορά και όταν κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τον μεταστρέψει στην δική του πίστη τον παρέπεμψε στον μουσελίμη, δηλαδή τον διοικητή της Θεσσαλονίκης, για να υποστεί ακόμη πιο σκληρές τιμωρίες και βασανιστήρια από αυτόν.
Ο μουσελίμης όταν προσήγαγαν μπροστά του τον νεαρό χριστιανό, του πρόσφερε, αμέσως, δύο ασημένιες πιστόλες, ένα σπαθί με ποικίλα στολίσματα, ενδύματα από κατιφέ ή βελουδένια και πάνω από χίλια φλουριά. Του έταζε μάλιστα να τον κάνει τον πιο επίσημο και έμπιστο σωματοφύλακά του. Φυσικά, με αντάλλαγμα να εξωμόσει και έτσι να προσχωρήσει στον τουρκισμό.
Αλλά ο εικοσαετής ωραίος Αναστάσιος γνώριζε πολύ καλά τι ήθελε να είναι ο ίδιος και έτσι τίποτε από όλα αυτά δεν τον δελέαζε. Θεωρώντας, μάλιστα, τις προσφορές αυτές ως τιποτένιες και χαμερπείς.
Και όπως αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος στο συναξάρι του νεομάρτυρα: «Βεβαιότατα και η χάρις του Χριστού, του εφώτιζε τον νουν, να μην απατάται από τας πανουργίας των αισθητών, και νοητών εχθρών και η θεία του δύναμις του εδυνάμωνε την ασθένεια της ψυχής και της σαρκός, εις το να υπομένη τα υπέρ του Χριστού κολαστήρια».
Και, πράγματι, όταν ο διοικητής κατάλαβε ότι δεν πείθεται ούτε σ’ αυτόν και πως δεν δελεαζόταν απ’ όσα του πρόσφερε, διέταξε να τον «δείρουν δυνατά και τον έδειραν απηνέστατα, και σκληρότατα».
Ακολούθως τον έριξαν στην φυλακή του έβαλαν χειροπέδες, του σφάλισαν τα πόδιά στο «κακωτικό ξύλον», στο τιμωρητικό και βασανιστικό εργαλείο, δηλαδή τον ποδοκάκη, του φόρεσαν βαριές αλυσίδες στον λαιμό και του έμπηξαν καλάμια στα νύχια.
Συνέχισαν, μάλιστα, όλη μέρα να τον βασανίζουν απανθρώπως με «διάφορα κολαστήρια· και ο Τύραννος τον εύγανε πολλάκις, και έτζη βασανισμένον, και καταματωμένον τον επαράστησεν έμπροσθέν του, και συχνά τον επαρακινούσε, και τον ηνάγκαζε πολυτρόπως, να γένη μουσουλμάνος· αλλ᾽ ο μάρτυς έστεκε πάντοτε ο αυτός, και άλλο δεν έλεγε, παρά, Χριστιανός είμαι, δεν αρνούμαι την πίστιν μου»!
Το γενναίο φρόνημα του Αναστάσιου / Σπάσου δεν κάμφθηκε, παρόλο τον σκληρό ψυχολογικό πόλεμο που υπέστη, αλλά ούτε και από τα βάρβαρα σωματικά βασανιστήρια. Και δεν θα ήταν υπερβολή, ίσως, να τον ονομάσουμε μεγαλομάρτυρα.
Όσο για τον μουσελίμη κατέρρευσε! Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να προσφέρει ή να κάνει οτιδήποτε για να κάνει τον νεαρό χριστιανό αρνησίθρησκο της πατρώας του πίστης. Γι’ αυτό και εξουθενωμένος έδωσε διαταγή να θανατωθεί.
Η εκτέλεσή του θα γινόταν στην λεγόμενη καινούργια πύλη της Θεσσαλονίκης δι’ απαγχονισμού, και ο μουσελίμης έδωσε εντολή σ’ αυτούς που συνόδευαν τον Αναστάσιο στον τόπο του μαρτυρίου να τον παρακινούν καθ’ οδόν να εξωμόσει. Μήπως, δηλαδή, παρ’ ελπίδαν και κάτω από την απειλή της θανάτωσής του πετύχουν την τελευταία στιγμή το ποθούμενο γι’ αυτούς.
Ο ιδιαίτερα, όμως, ταλαιπωρημένος σωματικά, αλλά ψυχωμένος ψυχικά και πνευματικά Αναστάσιος / Σπάσος δεν άντεξε να φτάσει μέχρι την πύλη. Και, έτσι, πέταξε η ψυχούλα του για να συναντήσει τον θείο έρωτά, που επικρατούσε πλήρως μέσα στην νεανική του καρδιά.
Έτσι, ο Αναστάσιος / Σπάσος έφτασε στον δικό Του ποθούμενο!
Σ’ Αυτόν που τον είχε εμπνεύσει να δώσει όλην αυτήν την σκληρή μάχη, πιστεύοντας πως τίποτε δεν ανταλάζεται με την δική Του χάρη και αγάπη.
Και ως προς αυτό, θα πρέπει να είμαστε σίγουροι πως κατά την διάρκεια του μαρτυρίου ήδη προγευόταν παραδείσιες αύρες αγάπης που του έδιναν απαντοχή και τρανές υποσχέσεις και ελπίδες.
Ότι, δηλαδή, τον ανέμενε μια αγκαλιά αγαθοσύνης, στοργής και αέναης χαράς.
Έτσι, ο νεαρός Νεομάρτυρας Αναστάσιος, απέδειξε πως σ’ αυτήν την έκτακτη περιπέτεια στην οποία τον έμπλεξε το αφεντικό του, είχε το σθένος και την ετοιμότητα να την αντιμετωπίσει «ως έτοιμος από καιρό»!
Τιμάται στις 8 Αυγούστου.
Κείμενο: Στ.Κ.
* Η φωτογραφία του ψηφιδωτού του αγίου Αναστασίου προέρχεται από την ιστοσελίδα:
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.