Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Απορούσαν τότε οι Θεσσαλονικείς μ’ αυτά, σε μας όμως υπήρξε χρήσιμη η απορία τους…

Απόστολος Παύλος.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Υπόμνημα στη Β’ Προς Θεσσαλονικείς Επιστολή
(Ομιλίες Α’ – Ε’)
Ομιλία Α’
Υπόθεση
1. Στην προηγούμενη επιστολή είπε [ο Απόστολος Παύλος], «ευχόμαστε νύχτα και μέρα να σας δούμε και αδημονούμε», και «μείναμε μόνοι στην Αθήνα και έστειλα τον Τιμόθεο», δηλώνοντας μ’ όλα αυτά τον πόθο που είχε να παραβρεθεί κοντά τους. Επειδή λοιπόν δεν μπόρεσε να πάει και να τους καταρτίσει στις ελλείψεις της πίστεώς τους, γι’ αυτό στέλνει τη δεύτερη επιστολή, αναπληρώνοντας έτσι με τα γράμματα την έλλειψη της παρουσίας του.
Το ότι δεν πήγε, μπορούμε να το συμπεράνομε από τα γραφόμενα στην επιστολή· γιατί λέγει, «σας ερωτάμε για την παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού».
Στην προηγούμενη επιστολή έλεγε ότι για τους χρόνους και τους καιρούς δεν είναι ανάγκη να σας γράψω. Ωστε, αν πήγαινε δε θα χρειαζόταν καν να γράψει, επειδή όμως η μετάβαση αυτή αναβλήθηκε, γι’ αυτό προσθέτει αυτή την επιστολή.
Το ίδιο λέγει και στην επιστολή προς τον Τιμόθεο· «κάποιοι ανατρέπουν την πίστη μερικών πιστών, λέγοντας ότι η ανάσταση ήδη έγινε». Αυτό το έκαμναν για να εγκαταλείψουν οι πιστοί τους αγώνες, αφού δεν θα είχαν να ελπίσουν σε τίποτε μελλοντικό μεγάλο ή λαμπρό.
Επειδή τους συγκρατούσε η ελπίδα και δεν τους άφηνε ν’ απορροφούνται από τα εγκόσμια, γι’ αυτό ο διάβολος, θέλοντας να τους στερήσει μια κάποια άγκυρα, επειδή δε μπόρεσε να τους πείσει ότι οι προσδοκίες για την μέλλουσα ζωή ήταν ψευδείς, ακολούθησε άλλο δρόμο. Αφού δραστηριοποίησε μερικούς ανθρώπους διαφθορείς επιχειρούσε να εξαπατά τους εύπιστους, λέγοντας ότι τέλειωσαν εκείνα τα μεγάλα και λαμπρά.
Και τότε βέβαια έλεγαν εκείνοι ότι η ανάσταση ήδη έγινε, ενώ τώρα λέγουν ότι επίκειται η κρίση και η παρουσία του Χριστού για να υποτάξουν κι αυτόν τον Χριστό στο ψέμα· και προσπαθούσαν να τους πείσουν ότι δεν υπάρχει ανταπόδοση στο μέλλον ούτε δικαστήριο και κόλαση και τιμωρία γι’ αυτούς που διέπραξαν τα φαύλα· έτσι πετύχαιναν να κάμουν εκείνους1 πιο αυθάδεις, κι αυτούς, να τους φέρουν σε απόγνωση.
Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν, ότι άλλοι έλεγαν απλώς λόγια δικά τους και ισχυρίζονταν πως τα είπε τάχα ο Παύλος, ενώ άλλοι έπλαθαν και επιστολές και έλεγαν πως τις έγραψε εκείνος. Γι’ αυτό προφυλάσσοντάς τους από έφοδο, λέγει· «μη ταράσσεσθε ούτε από πνεύμα ούτε από επιστολές που προέρχονται τάχα από μας». Λέγοντας ούτε από πνεύμα, υπονοεί τους ψευδοπροφήτες.
Απ’ πού λοιπόν, λέγει θα καταλάβουμε τη γνησιότητα της επιστολής; Απ’ την προσθήκη· γι’ αυτό πρόσθεσε ότι «ο χαιρετισμός γράφθηκε με το δικό μου χέρι, του Παύλου, που είναι σημάδι σ’ όλη την επιστολή· έτσι γράφω. Η χάρη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι με όλους σας».
Δε λέγει αυτό, ότι αυτό είναι σημάδι, γιατί αυτό είναι φυσικό να το μιμήθηκαν κι άλλοι, αλλά «γράφω τον χαιρετισμό με το χέρι μου»· όπως και τώρα σε μας συνηθίζεται. Απ’ την υπογραφή γίνεται φανερό από ποιον στάλθηκαν τα γράμματα.
Παρηγορεί αυτούς που οι κακοί άνθρωποι έφθειραν πολύ, εγκωμιάζοντάς τους με την προσδοκία και των παρόντων και των μελλόντων αγαθών· προτρέποντάς τους και με την κόλαση αλλά και με την ανταπόδοση των αγαθών που είναι ετοιμασμένα γι’ αυτούς, καθαρώτερα εξετάζει το θέμα· και βέβαια το χρόνο εκείνο δεν τον αποκαλύπτει, αλλά φανερώνει το σημάδι του καιρού, δηλαδή τον αντίχριστο.
Η ασθενική ψυχή τότε προ πάντων πληροφορείται πλήρως, όχι απλώς εάν ακούσει, αλλ’ εάν μάθει κάτι επί πλέον.
Αλλά και ο Χριστός φροντίζει πολύ γι’ αυτό· όταν κάθησε στο όρος συζήτησε με τους μαθητές του με ακρίβεια όλα τα σχετικά με τη συντέλεια. Και το έκαμε αυτό γιατί; Για να μην έχουν θέση εκείνοι που κηρύττουν τους αντιχρίστους και ψευδοχρίστους.
Και πολλά σημάδια αναφέρει και αυτός. Ένα, και μάλιστα πολύ μεγάλο, λέγοντας, «όταν κηρυχθεί το Ευαγγέλιο σ’ όλα τα έθνη»· άλλο σημάδι, ώστε να μη πέφτουν σε πλάνη σχετικά με την παρουσία του «σαν αστραπή, λέγει, θα ‘ρθεί», που δεν κρύβεται σε καμιά γωνιά, αλλά λάμπει παντού· δεν έχει ανάγκη από αγγελιοφόρο, γιατί τόσο λαμπρή είναι, όπως κι η αστραπή δεν έχει ανάγκη από κήρυκα.
Είπε κάπου και για τον αντίχριστο, όταν έλεγε «εγώ ήρθα στο όνομα του Πατέρα μου και δεν με δεχθήκατε· εάν κάποιος άλλος έρθει στο ίδιο όνομα, εκείνον θα τον δεχθείτε». Ελεγε ακόμη ότι απόδειξη αυτού θα είναι και οι αλλεπάλληλες και απερίγραπτες συμφορές, και επίσης ότι πρέπει να έρθει ο Ηλίας.
Απορούσαν λοιπόν τότε οι Θεσσαλονικείς μ’ αυτά, σε μας όμως υπήρξε χρήσιμη η απορία τους. Γιατί αυτά δεν ήταν μόνο χρήσιμα σ’ εκείνους, αλλά και σε μας, για ν’ απαλλαγούμε από παιδικά παραμύθια και γεροντικά παραληρήματα. Η μήπως δεν ακούσατε πολλές φορές όταν ήσασταν παιδιά να λένε μερικοί πολλά για το όνομα του αντιχρίστου και για τη γονυκλισία;
Όταν ακόμα είναι τρυφερή η σκέψη μας τα σπέρνει αυτά ο διάβολος, για ν’ αναπτυχθεί μαζί με μας και η δοξασία, ώστε να μπορέσει να μας απατήσει. Δε θα τα ανέφερε λοιπόν ο Παύλος αυτά μιλώντας για τον αντίχριστο, αν δεν ήταν χρήσιμα.
Ας μη προσπαθούμε να τα εξετάσουμε αυτά. Δε θα ‘ρθεί έτσι γονατίζοντας, αλλ’ «υψούμενος επάνω από κάθε λεγόμενο θεό που σέβονται οι άνθρωποι, ώστε αυτός θα καθίσει στο ναό του Θεού σαν θεός, αποδεικνύοντας με διαβολικά σημεία ότι αυτός είναι θεός».
Όπως ο διάβολος έπεσε από αλαζονεία, έτσι και εκείνος που δέχεται την επενέργεια αυτού ασκείται στην αλαζονεία.
Απόσπασμα από τον τόμο «Ιωάννου Χρυσοστόμου έργα 23, των Πατερικών Εκδόσεων Γρηγόριος ο Παλαμάς. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, Ελευθέριος Γ. Μερετάκης (θεολόγος) και Ζαχαρούλα Κατσανεβάκη-Μπίρδα (φιλόλογος).
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.