
Το θεόπνευστο δόγμα της Θεοτόκου, που η παλαιότερη παράδοση είδε χριστολογικά, ο Καβάσιλας το ενεπλούτισε και με περιεχόμενο ανθρωπολογικό

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. (Εικόνα ιερού ναού Τριών Ιεραρχών)
Παναγιώτης Νέλλας
Εισαγωγικά στη μελέτη του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Συνέχεια από εδώ: https://agiatheodora.gr/panagiotis-nellas-agios-nikolaos-kavasilas-enas-apo-tous-epifanesterous-theologous-kai-daskalous-tis-ekklisiastikis-paradosis/
Οι ζηλωτικές αναταραχές είχαν ως βασική αιτία τους την εκμετάλλευση των φτωχών από την κοινωνική τάξη των ευγενών και την επιμονή στην εκμετάλλευση αυτή. Ο Καβάσιλας, ανήκοντας ο ίδιος στην τάξη των ευγενών, υπερασπίστηκε τους φτωχούς και καταδίκασε με οξύτητα την αδικία2. Οι σχετικές πραγματείες του, πέρα από υψηλά δείγματα θάρρους, είναι και πρότυπα μιας πραγματικά πνευματικής συμμετοχής στον αγώνα για την επικράτηση της δικαιοσύνης στην κοινωνία.
Όμως αν υπερασπίστηκε τους φτωχούς, ο Καβάσιλας δεν συμφώνησε με τους ζηλωτές στην κατάλυση της τάξεως. Γιατί και αυτό είναι αδικία.
Ανατέμνοντας το πρόβλημα σε βάθος έφθασε στη ρίζα του. Η κοινωνική δικαιοσύνη, διδάσκει, είναι εικόνα της δικαιοσύνης του Θεού, δηλαδή της παγκόσμιας τάξης και αρμονίας μέσα στην οποία ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν.
Η ανθρώπινη δικαιοσύνη, ως εικόνα, καλείται να λειτουργή αντίστοιχα και να διακρατή αυτή την τάξη και αρμονία. Αλλά η δικαιοσύνη του Θεού έχει ως περιεχόμενό της τη φιλανθρωπία και λειτουργεί ως τέτοια. Αυτή, η φιλανθρωπία, καλείται να είναι η φύση και η λειτουργικότητα και της ανθρώπινης δικαιοσύνης.
Αναφέραμε εξ άλλου ήδη τις σχέσεις του Καβάσιλα με τους διανοουμένους της εποχής. Συμμετείχε στους κύκλους τους, υπήρξε στενός φίλος του Κυδώνη [Δημήτριος Κυδώνης εκ Θεσσαλονίκης έζησε στην Κωνσταντινούπολη και υπήρξε αντιησυχαστής], παρακολούθησε την πορεία της μετάφρασης της Summa Contra Gentiles του Ακινάτη που αυτός έκανε [ο Δ. Κυδώνης], αγάπησε τα γράμματα, τις τέχνες και τη μόρφωση, γενικά γοητεύθηκε από τις αξίες και τις δυνατότητες του ανθρώπου.
Όταν, νεαρό στην Κωνσταντινούπολη, τον ρώτησαν φίλοι του από τη Θεσσαλονίκη αν ένας άγιος που δεν ανέπτυξε τη διάνοιά του είναι τέλειος, απήντησε χρησιμοποιώντας τον Αριστοτέλη πως δεν είναι, αφού δεν ανέπτυξε επαρκώς όλα τα δώρα που του έδωσε η φύση· «ατελές γαρ έστιν έκαστον, όταν μη γένηται εν τω αγαθώ ενεργεία, προς ο ην εν δυνάμει»3.
Αλλά, αν συμμετείχε στις αναζητήσεις των ανθρωπιστών, δεν τους ακολούθησε στις λύσεις τους.
Έτσι απομακρύνθηκε σιγά-σιγά από αυτούς, διαφοροποίησε τη στάση του και από τον Κυδώνη, [και] σίγουρα δεν θάδινε στην ώριμη ηλικία του την ίδια απάντηση στο παραπάνω ερώτημα.
Έκανε και εδώ βαθειά τομή στο πρόβλημα.
Είδε ότι οι διανοούμενοι είχαν δίκαιο να θέλουν να καταξιώσουν τον άνθρωπο. Αλλά έζησε και κατανόησε ότι ο άνθρωπος καταξιώνεται πραγματικά, περισσότερο από όσο μπορούσαν και να το φαντασθούν εκείνοι εν Χριστώ. Άφησε την πρόκληση του ανθρωπισμού να λειτουργήση μέσα του και τη νίκησε.
Άμεσα ασχολείται με το πρόβλημα στις Θεομητορικές Ομιλίες του.
Ο άνθρωπος γίνεται κατανοητός σ’ αυτές ως η εικόνα που καλείται να αποκαλύψη σε νοητή και αισθητή κτίση το Θεό. Η ανθρώπινη φύση έχει τον προορισμό να γίνη σάρκα του Θεού. Όσο δεν προσφερόταν στο Θεό, ο Θεός έμενε «άοικος» στον κόσμο κι ο άνθρωπος ανολοκλήρωτος.
Για τη σάρκωση του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου χρειαζόταν πράγματι η πλήρης, ενσυνείδητη και αποφασιστική συνεργία του τελευταίου.
Όταν η Παρθένος και μπόρεσε, πανάσπιλη όπως την ανέδειξε μέσα της, και θέλησε να του προσφέρη την ανθρώπινη φύση, ο Θεός θα ήταν άδικο να μη σαρκωθή. Έτσι η ανθρώπινη φύση, που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δημιουργήθηκε από την αρχή, έγινε μέσα στην Παρθένο και δι’ αυτής Θεοτόκος.
Το θεόπνευστο δόγμα της Θεοτόκου, που η παλαιότερη παράδοση είδε χριστολογικά, ο Καβάσιλας το ενεπλούτισε και με περιεχόμενο ανθρωπολογικό. Και ξεπέρασε τους ανθρωπιστές με την ύψιστη αυτή σημασία και αξία που έδωσε στον άνθρωπο. Πραγματικά, καμιά αίρεση δε μπορεί να είναι τόσο τολμηρή όσο η αλήθεια. Και καμιά καταδίκη του αιρετικού ανθρωποκεντρικού ανθρωπισμού του ΙΔ’ και του Κ’ αιώνα δε μπορεί να είναι τόσο ριζική, όσο αυτή η περί ανθρώπου ως εικόνος του Θεού και περί ανθρωπίνης φύσεως ως Θεοτόκου ορθόδοξη διδασκαλίας4.
Αλλά η πρόκληση του ανθρωπισμού βρίσκεται στη βάση και πολλών άλλων πτυχών της διδασκαλίας του Καβάσιλα.
Οι ανθρωπολογικές προϋποθέσεις των ανθρωπιστών ωδήγησαν ωρισμέννους να εναντιωθούν με ριζικότητα στον ορθόδοξο ησυχασμό που βρισκόταν, όπως είναι γνωστό, το ΙΔ’ αιώνα σε ιδιαίτερη άνθηση τόσο σε ό,τι αφορά την επίδρασή του στην Εκκλησία, όσο και τον εσωτερικό του δυναμισμό. Οι πιο άξιοι εκπρόσωποί του, ενοποιώντας με την ψυχοσωματική μέθοδο της νοεράς προσευχής και λαμπρύνοντας με τις αρετές την ύπαρξή τους, έφθαναν στο σημείο να δέχωνται τη χάρη να βλέπουν με τα σωματικά μάτια τους την άκτιστη δόξα του Θεού.
Τα ύψη όμως αυτά ενώ είναι ευαγγελικά, δηλαδή ύψη στα οποία καλούνται να φθάσουν όλοι οι πιστοί, είχαν όπως εμφανίζονταν, μερικές προϋποθέσεις που πολλοί λόγιοι του ΙΔ’ αιώνα δεν τις θεωρούσαν απαραίτητες για όλους τους χριστιανούς.
Το απλό αυτό ζήτημα το μεγιστοποίησε ο γεννημένος στη Δύση Βαρλαάμ, ο οποίος δεν περιορίστηκε να αμφισβητήση την αναγκαιότητα της μορφής και της τεχνικής του ησυχασμού αντίθετα ειρωνευόταν τους μοναχούς σαν «ομφαλοσκόπους» κλπ. κανείς δεν θ’ απαντούσε αλλά μαζί με την τεχνική αρνήθηκε και την αξία, τη δυνατότητα του ανθρώπου να φθάση στα ύψη της θεωρίας του Θεού.
Η στιγμή ήταν κρίσιμη και ο κίνδυνος διπλός. Γιατί κινδύνευε κανείς ή, υπερασπιζόμενος την ουσία, να συνδέση μ’ αυτή κατά τρόπο απόλυτο και τη μορφή και να περιορίση έτσι την καθολικότητα της εν Χριστώ ζωής ή, υπερασπιζόμενος την ποικιλία των μορφών, να σχετικοποιήση την ουσία, οπότε η αίρεση θα ήταν ολοκληρωτική.
Αυτή ήταν η περίπτωση του Βαρλαάμ.
Στη δογματική διαμάχη που ακολούθησε ο Καβάσιλας δεν έλαβε ενεργό μέρος, εκτός από ένα δοκίμιο που έγραψε «κατά των του Γρηγορά ληρημάτων [ανοησιών, μωρολογιών]» στο οποίο υποστηρίζει τις θέσεις του Παλαμά.
Όταν όμως ο τελευταίος κέρδισε τη θεολογική μάχη, αποδεικνύοντας στο δογματικό χώρο στον οποίο κινήθηκε ο διάλογός του με το Βαρλαάμ τη δυνατότητα κοινωνίας ολόκληρου του ανθρώπου, ψυχής και σώματος, με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, τότε εμφανίζεται ο Καβάσιλας -κατά είκοσι πέντε χρόνια νεώτερός του- και, χωρίς αντιρρητική αυτός αποδεικνύει την ίδια αλήθεια στο χώρο της πνευματικής ζωής.
Προσπαθώντας να απαντήση στο ερώτημα τι είναι η πνευματική ζωή δεν εξετάζει καμιά από τις μορφές της, αλλά οδηγώντας κατά την προσφιλή του μέθοδο την έρευνα στο κέντρο του ερωτήματος φανερώνει την ουσία της, που είναι ακριβώς η ίδια μ᾽ εκείνη για την οποία έδωσε τη μάχη του ο Παλαμάς.
Η σύμπτωση έχει διπλή σημασία. Από τη μια, δείχνει ότι η δογματική κρίση του ΙΔ’ αιώνα δεν ήταν η διαμάχη δύο σχολών μέσα στους κόλπους τηςΟρθοδοξίας, αλλά ότι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είχε να αντιμετωπίση μια πραγματική αίρεση· γι’ αυτό και η νίκη του γιορτάστηκε ως νίκη της Ορθοδοξίας. Από την άλλη, φανερώνει ότι αν ο άγιος Γρηγόριος εκπροσώπησε άξια την Ορθοδοξία, η θεολογία του δεν ήταν η μόνη έκφραση της πραγματικότητάς της.
Αυτό το έδειξε ο Καβάσιλας με το να εκφράση την ίδια πραγματικότητα, την ίδια εποχή, με εντελώς διαφορετική μορφή.
Ζώντας ο ίδιος μέσα στον κόσμο προσφέρει την θεμελιώδη αλήθεια του χριστιανισμού, κατά συνέπεια και του ησυχασμού -«άνθρωπος γίνεται Θεός, ίνα θεόν τον Αδάμ απεργάσηται»- έτσι που να μπορούν να τη ζήσουν όλοι οι χριστιανοί.
Μέσα σε μια περίοδο μεγάλων διανοητικών, καλλιτεχνικών και κοινωνικών ανακατατάξεων και βλέποντας πολλούς φίλους του να γοητεύωνται από την ανατέλλουσα δυτική αναγέννηση και να κλυδωνίζωνται περί την πίστη, προσπαθεί να δείξη σ’ αυτούς, όπως και σ’ όσους από τους μεταγενέστερους βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση, πως η πραγματική αξία του ανθρώπου και η αληθινή Αναγέννηση και Δικαιοσύνη βρίσκονται στο Χριστό.
2. Ονομάζει τους αδικούντες -και τέτοιοι ήταν σε πολλές περιπτώσεις υψηλά ιστάμενα στη διοίκηση πρόσωπα- «δικορράφους», «λωποδύτας», «τοκογλύφους», «ληστάς», «απανθρώπους». Βλ. π.χ. Τη ευσεβεστάτη Αυγούστη περί τόκου, στον τόμο «Εις μνήμην Σπυρίδωνος Λάμπρου», Αθήναι 1935, σ. 274-276.
3. Επιστολή «Οστιαρίω Θεσσαλονίκης τω Συναδηνώ» στο O. Tafrali Thessalonique au XIVe siècle Θεσσαλονίκης 1984.
Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τιμάται στις 20 Ιουνίου.
Απόσπασμα από τα «Πρακτικά Θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου Οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού». Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε προνοία του παναγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος β’, (17-20 Ιουνίου 1982). Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1984.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.