Blog

Όταν ο Παύλος με τους συνοδούς του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νύχτα τη Θεσσαλονίκη τόσο γρήγορα και βίαια, δοκίμασε ασφαλώς μεγάλη θλίψη…

Απόστολος Παύλος.

Του Παναγιώτη Χρήστου 

Συνέχεια από εδώ: https://agiatheodora.gr/to-apotelesma-tou-kirygmatos-tou-apostolou-pavlou-sti-thessaloniki/

Στο ολιγόχρονο διάστημα της παραμονής των Αποστόλων στη Βέροια, ο Παύλος με τους συνοδούς του πήγαν στη Συναγωγή των Ιουδαίων όπου και συνέχισαν εκεί το κήρυγμά τους. Οι Ιουδαίοι Βεροιείς, όπως αναφέρουν οι Πράξεις, αποδείχθηκαν “ευγενέστεροι των εν Θεσσαλονίκη” (Πρ. 17, 11) και δέχθηκαν το λόγο με μεγάλη προθυμία. Πολλοί απ’ αυτούς που πίστεψαν στο κήρυγμα του Παύλου ήταν γυναίκες Ελληνίδες της ανώτερης τάξης και όχι λίγοι άνδρες (Πρ. 17, 11-12)

Δυστυχώς το έργο του Παύλου δεν είχε συνέχεια και στη Βέροια, γιατί κατέφθασαν από τη Θεσσαλονίκη Ιουδαίοι, όταν έμαθαν “ότι και εν τη Βεροία κατηγγέλθη υπό του Παύλου ο λόγος του Θεού” (Πρ. 17, 13) και τον κατεδίωξαν. Και στη Βέροια ακολουθήθηκε η ίδια τακτική που είχε εφαρμοστεί στους Φιλίππους και στη Θεσσαλονίκη προκάλεσαν και εκεί ταραχές “σαλεύοντες και ταράσσοντες τους όχλους” (Πρ. 17, 13) και τους εξήγειραν εναντίον των Αποστόλων, οπότε αναγκάσθηκαν οι Βεροιείς για να διασώσουν τον Παύλο να τον φυγαδεύσουν, οδηγώντας τον σε κάποιο παραθαλάσσιο μέρος, ίσως τη Μεθώνη και απ’ εκεί ανεχώρησε για την Αθήνα. 

Έτσι με την αναγκαστική αυτή φυγή οι διώκτες του Παύλου συνετέλεσαν να διαδοθεί ο λόγος του Κυρίου και στη νοτιότερη Ελλάδα.

Όταν ο Παύλος με τους συνοδούς του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει νύχτα τη Θεσσαλονίκη τόσο γρήγορα και βίαια, δοκίμασε ασφαλώς μεγάλη θλίψη, αλλά αισθανόταν και μεγάλη ικανοποίηση γιατί το κήρυγμα του είχε επιτυχία και διατηρούσε ελπίδες για μια σύντομη επιστροφή στη Θεσσαλονίκη, όπως ο ίδιος τους γράφει στην πρώτη του επιστολή (Α΄ Θεσ. 2, 17). 

Όμως οι ελπίδες του αυτές και παρά τη ζωηρή επιθυμία του δεν ειδώθηκαν και άφησε πολλά εκκρεμή θέματα, εφ’ όσον με την αιφνιδιαστική φυγή του δεν πρόλαβε να τα τακτοποιήσει και έτσι το έργο του στη Θεσσαλονίκη έμεινε ημιτελές.

Αλλά και οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης έμειναν αβοήθητοι και εκτεθειμένοι στους άμεσους και πολλούς κινδύνους που διέτρεχαν και υπήρχε φόβος να κλονισθούν στην πίστη τους, αφού δεν πρόλαβαν να εδραιωθούν σ’ αυτή.

Αυτούς τους κινδύνους βέβαια εγνώριζε ο Παύλος και ανησυχούσε για τη νεοφώτιστη Εκκλησία της Θεσσαλονίκης και γι’ αυτό πριν αναχωρήσει από τη Μεθώνη για την Αθήνα τους έδωσε συμβουλές και τους έκανε υποδείξεις σχετικά με τη σταθερότητα της πίστεώς τους, την αποφυγή κάθε αν αμαρτίας, την καθαρότητα της καθημερινής ζωής τους, τη συνεχή προσευχή και την άσκηση σε έργα αγάπης. 

Άλλωστε, όπως μαρτυρείται και από το περιεχόμενο της Α΄ επιστολής που τους έστειλε λίγο αργότερα, τους είχε προειδοποιήσει για τους διωγμούς και της θλίψεις που θα είχαν σχετικά τους γράφει “διο μηκέτι στέγοντες ευδοκήσαμεν καταλειφθήναι εν Αθήναις μόνοι και επέμψαμεν Τιμόθεον, τον αδελφόν ημών και διάκονον του Θεού και συνεργόν ημών εν τω Ευαγγελίω του Χριστού, εις το στηρίξαι εμάς και παρακαλέσαι υμάς περί της πίστεως ημών. Το μηδένα σαίνεσθαι εν ταις θλίψεσι ταύταις… και γαρ ότε προς υμάς ήμεν, προελέγομεν υμίν ότι μέλλομεν θλίβεσθαι, καθώς και εγένετο και οίδατε. Δια τούτο καγώ μηκέτι στέγων έπεμψα εις το γνώ ναι την πίστιν υμών, μήπως επείρασεν υμάς ο πειράζων και εις κενόν γένηται ο κόπος ημών” (Α’ Θεσ. 3, 1-5). 

Έχοντας αυτά υπ’ όψει του, όταν έφευγε ο Παύλος, άφησε τον Τιμόθεο και το Σίλα (Πρ. 17, 14) να παρακολουθούν την εξέλιξη της κατάστασης και ανάλογα με το πώς θα διαμορφωνόταν αυτή να βοηθήσουν τους πιστούς της Θεσσαλονίκης. 

Μετά την ολοκλήρωση του έργου που τους ανέθεσε ο Παύλος, ο Τιμόθεος και ο Σίλας επέστρεψαν κοντά του κατά παραγγελία του ίνα ως τάχιστα έλθωσι προς αυτόν της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης ήταν τώρα καλύτερη από (Πρ. 17. 15), φέρνοντας ευχάριστα νέα, αφού η κατάσταση εκείνη που είχε αφήσει φεύγοντας ο Παύλος. 

Οι χριστιανοί της Εκκλησίας της Θεσσαλονίκης παρουσίαζαν τώρα σταθερότητα και πρόοδο στην πίστη τους, υπομονή στις δυσκολίες και καρτερικότητα στις θλίψεις τους και ανέμεναν με λαχτάρα την επιστροφή του Παύλου. Η διαπίστωση αυτής της κατάστασης δεν ήταν τελείως απρόσμενη για τον Παύλο, αλλά ήταν αποτέλεσμα και καρπός του από που που έσπειρε ο ίδιος με το κήρυγμα του σ’ αυτούς σχετικά\ με την αποφυγή της αμαρτίας, τη χριστιανική ζωή που όφειλαν να διάγουν, τη βασιλεία του Θεού, τη μέλλουσα κρίση, την ανάσταση των νεκρών, την προσευχή, τη λατρεία, την κοινωνία του σώματος και του αίματος του Χριστού κλπ. 

Όλα αυτά οι πιστοί Θεσσαλονικείς τα είχαν ακούσει από τον ίδιο, όταν ήταν μαζί τους, όπως μας αναφέρει ο ίδιος στην επιστολή που τους έστειλε (Α΄ Θεσ. 2, 8-12)

Πάντως εκφράζοντας τη μεγάλη χαρά του μόλις έμαθε από τον Τιμόθεο ότι οι Θεσσαλονικείς όχι μόνο διατηρούν καλή ανάμνηση γι’ αυτόν, αλλά και περιμένουν το συντομότερο την επιστροφή του τους γράφει: “Άρτι δε ελθόντος του Τιμόθεου προς ημάς αφ’ υμών και ευαγγελισαμένου ημίν την πίστιν και την αγάπην υμών και ότι έχετε μνείαν ημών αγαθήν πάντοτε επιποθούντες υμάς ιδείν καθάπερ και υμείς ημάς” (Α’ Θεσ. 3, 6).

Επιμέλεια: Στ.Κ.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.