
Ο Μέγας Φώτιος και η αποστολή των θεσσαλονικιών Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου στους Σλάβους

Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος.
[..]
Ο πατριάρχης Φώτιος αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι οι Σλάβοι και οι Τούρκοι του βορρά, δηλαδή οι Χάζαροι, έχοντας έλθει σ’ επαφή με τους Έλληνες από πολύν καιρό, ήσαν πλέον ώριμοι να κερδηθούν και να εισέλθουν στη χορεία των χριστιανικών λαών και συγχρόνως στον κύκλο της πολιτισμένης ανθρωπότητος.
Για την ασφαλή θεμελίωσι κάθε προσπάθειας προς αυτήν την κατεύθυνοι έπρεπε να προηγηθή μια προσεκτική μελέτη των θεσμών των σλαβικών ιδίως λαών, λογοτεχνική διαμόρφωσις της σλαβικής γλώσσης και μετάφρασις των απαραιτήτων βιβλίων σ’ αυτήν.
Για την προπαρασκευή του έργου τούτου συστάθηκε στην Κωνσταντινούπολι ένα ειδικό κέντρο σλαβικών μελετών, όπως θα ελέγαμε σήμερα, όπου εκπαιδεύονταν ιεραπόστολοι και εκπολιτισταί. Το κέντρο έδρευε στο ναό των Αγίων Αποστόλων και προϊστάμενός του ωρίσθηκε από τον αυτοκράτορα και τον Φώτιο ο Κωνσταντίνος [ο μετέπειτα Κύριλλος], ο οποίος στο εξής αναλάμβανε τη διοργάνωσι κάθε διαφωτιστικής θρησκευτικής ιεραποστολής.
Τον Ιούνιο του 860 ρωσικά στίφη ενήργησαν απίθανης αγριότητος εισβολή στην Κωνσταντινούπολι με μονόξυλα, η οποία ευτυχώς αποκρούσθηκε τόσο απροσδόκητα όσο είχε ενεργηθή. Οι Ρώσοι ήσαν ένα σλαβικό έθνος, υποτεταγμένο τότε σε μια μικρή πολεμοχαρή σκανδιναβική φυλή, τους Βαράγγους που είχαν κατέβη από τη λίμνη Λάδογα.
Αν και οι Σλάβοι αυτοί ήσαν υπόδουλοι στους Βαράγγους, η γλώσσα τους επεκράτησε και τελικά οι Βάραγγοι, που ωνομάζονταν επίσης Ρως, αφωμοιώθηκαν με αυτούς, αλλά τους έδωσαν το όνομά τους: Ρως, Ρώσοι.
Κατείχαν τότε τον χώρο ανάμεσα στους μεγάλους ποταμούς Δνείπερο και Δον. Κατά την επίθεσί τους στην πρωτεύουσα της ελληνικής αυτοκρατορίας, την πολυθρύλητη γι’ αυτούς Τσάργραδ, είδαν όλη την λάμψι της και κατά την απόκρουσί τους έλαβαν πείρα όλης της δυνάμεώς της.
Αντιλήφθηκαν λοιπόν ότι ήταν προτιμότερο να έχουν τη φιλία παρά την έχθρα των Ελλήνων.
Και το Βυζάντιο τους διευκόλυνε σ’ αυτό, συνδυάζοντας το άνοιγμα προς αυτούς με την αποστολή προς τους Χαζάρους που ευρίσκονταν να δράσουν ανταγωνιστικώς προς εκείνους. Οι Χάζαροι άλλωστε την είχαν προκαλέσει.
Ο αυτοκράτωρ και ο Φώτιος λοιπόν απεφάσισαν να συγκροτήσουν αποστολή με σκοπό πρώτα να έλθουν σ’ ένημερωτική επαφή με τους Χαζάρους. Η αποστολή ήταν, όπως και η προηγούμενη προς τους Σαρακηνούς, πολιτική και θρησκευτική συγχρόνως.
Για τον θρησκευτικό τομέα δεν θα μπορούσαν να εύρουν άλλον καταλληλότερον από τον Κωνσταντίνο, που εργαζόταν στη Σχολή των Αγίων Αποστόλων.
Αυτός εδέχθηκε χωρίς δισταγμό την εντολή και παρέλαβε μαζί του τον αδελφό του Μεθόδιο, ο οποίος προσήλθε από τη μονή Πολυχρονίου γι’ αυτόν το σκοπό. Είναι πολύ πιθανό ότι το πολιτικό μέρος της αποστολής εκάλυπτε ο Μεθόδιος, που είχε διατελέσει πολλά χρόνια κρατικός αξιωματούχος.
Την ηγεσία όμως είχε ο Κωνσταντίνος, διότι αυτός είχε αποκτήσει καλή εμπειρία από τέτοιες αποστολές και εχειρίζονταν άνετα πολλές γλώσσες. Τούτο αποδεικνύεται καθαρά από το γεγονός ότι σ’ αυτόν έδωσε ο χαγάνος τα δώρα, που τελικά δεν εδέχθηκε, και σ’ αυτόν παρέδωσε τους αιχμαλώτους.
Οι δύο αδελφοί, μαζί με όλη την πρεσβεία, αποβιβάσθηκαν από το βυζαντινό πλοίο στη Χερσώνα της Κριμαίας. Το καθεστώς της Κριμαίας ήταν πολύ ρευστό. Ο πληθυσμός της ήταν κατά βάσι ελληνικός και ήταν με το Βυζάντιο, αν και διατηρούσε κάποια αυτονομία.
Η περιοχή είχε επισκοπή, που κατά τον χρόνο εκείνον διευθύνονταν από τον Γεώργιο. Ανατολικά της Κριμαίας κυριαρχούσαν οι Χάζαροι, βορείως οι Ρώσοι και δυτικώς οι νεοφερμένοι τότε Ούγγροι. Μερικά άτομα από αυτές τις φυ-λες είχαν διεισδύσει και μέσα στην χερσόνησο αυτή.
Στην Κριμαία ο Κωνσταντίνος έδωσε δείγματα της επιδόσεώς του σε γλωσσικά και μεταφραστικά έργα. Συνάντησε μορφωμένους ραββίνους και είχε την ευκαιρία κοντά τους να βελτιώση τις γνώσεις του στην εβραϊκή γλώσσα. Εκεί μετέφρασε και την εβραϊκή γραμματική, η οποία κάμνει μόλις τώρα για πρώτη φορά την εμφάνισί της.
Συνάντησε επίσης ένα γέροντα Σαμαρείτη, που του επέδειξε μια βίβλο της κοινότητός του, που ήταν προφανώς η σαμαρειτική Πεντάτευχος, την οποία αυτός κατώρθωσε να διαβάσει.
Απόσπασμα από κείμενο του Παναγιώτη Χρήστου που έγραψε για το «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης», τόμος α’, του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έκδοση της Ιεράς Μονής Αγίας Θεοδώρας.
Επιμέλεια Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.