Ο άγνωστος νεομάρτυρας Αντώνιος ο Καρεώτης που μαρτύρησε στην Θεσσαλονίκη
Ο νεομάρτυς Αντώνιος ο Καρεώτης
Από το βιβλίο «Άγνωστοι Αθωνίτες νεομάρτυρες» που έγραψε ο Αντώνιος-Αιμίλιος Ταχιάος και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αγιορειτική Βιβλιοθήκη.
Τη αυτή ημέρα του αγίου μάρτυρος Αντωνίου του νέου.
Στίχος: Πυρί αγάπης Χριστού φλεγείς, Αντώνιε, ουκ αισθητού πυρός εφοβήθης καύσιν, ουράνιον ανάψυξιν εις τετραπλούν, Αντώνιε, λαβών.
Αυτός ήταν Ρουσίνος1 το γένος, τέκνο χριστιανών γονέων, ο οποίος από νέος έλαβε τη χάρη του βαπτίσματος και εκπαιδεύθηκε στα ιερά γράμματα.
Περνώντας τη νεότητά του με ωμότητα και αφροσύνη, κάποτε διέπραξε και φόνο. Από αυτό έπεσε σε τόσο ισχυρή μεταμέλεια, ώστε απαρνούμενος όλα του τα υπάρχοντα, δηλαδή να χαίρεται τα κοσμικά, με θερμή μετάνοια προσφεύγει στον Θεό.
Προστρέχει λοιπόν προς τον Παφνούτιο, άνδρα όσιο, ο οποίος βρίσκεται στο Σούπρασλ, που έτσι λέγεται δηλαδή, στο μοναστήρι που δημιουργήθηκε στο όνομα της Παναχράντου Δεσποίνης ημών, και έλαβε από αυτόν το μοναχικό σχήμα. Διέμενε [εκεί] {…} προσφέροντας στον Θεό ζωντανή θυσία με τη μετάνοιά του, με δάκρυα και προσευχές σκεπτόμενος τον Θεό {…} εκ τούτου φλέγεται ακόμη περισσότερο το πνεύμα του, και από τον φόνο {…} και ταράσσεται πολύ.
Η επιθυμία μετάβασης στο μαρτύριο (…) έρχεται, ζητά από τον προϊστάμενο (…) τη μετάβαση στις χώρες των Αγαρηνών2:
«Αδύνατο {…} έλεγε να καθαριστώ από την αμαρτία που διέπραξα, αν δεν κηρύξω τον αληθινό Χριστό τον Θεό, και δεν πεθάνω για το όνομά του».
Ο προαναφερθείς προϊστάμενος Παφνούτιος είχε αντίρρηση, και [του] δίδασκε να υπομένει ηρεμότερα την ανίκητη χάρη του Θεού, μήπως και ζητώντας τα περισσότερα χάσει και αυτά που έχει στο χέρι.
Επειδή όμως έβλεπε τον μαθητή του να είναι ασυγκράτητος, και όλο και περισσότερο να φλέγεται ο νους του, να ζητάει δε να μεταβεί στο Άγιον Όρος και να συζητήσει με τους εκεί πατέρες, κάλεσε κρυφά κάποιους ευλαβεστάτους μοναχούς από τους μοναστηριακούς συμβούλους, και έδωσε στον Αντώνιο το μοναχικό σχήμα.
Από Ονούφριο τον ονόμασε Αντώνιο, και με ευλογία τον απέλυσε να μεταβεί στο Άγιον Όρος του Αθω. Ευρίσκεται δε αυτό στο άκρο της Ευρώπης, κείμενο στο Αιγαίο πέλαγος. Ονομάσθηκε άγιο γιατί έχει δοθεί ως κλήρος στη Θεοτόκο και είναι πρόσφορο για πολλών τη μετάνοια.
Έφθασε λοιπόν ο Αντώνιος [στο Άγιον Όρος], και αφού άνοιξε τους λογισμούς του στους εκεί πατέρες, [αυτοί] έθεσαν υπό απαγόρευση την ορμή του, για να μην υποπέσει στα χειρότερα.
Και επειδή δεν υπάρχει αμαρτία που να νικά τη χάρη του Θεού, τον κατήχησαν με την ταπείνωση, τα δάκρυα και την κάθαρση να εξαγοράζει το έλεος του αγαθού Θεού, και όρισαν στον Αντώνιο να ζήσει στον πύργο του αγίου Σάββα του Σέρβου.
Και τον συμβούλευσαν να κρατηθεί δυνατότερος με το τυπικό που υποτύπωσε εκείνος και τις ψυχοσωτήριες εκείνες προσευχές. Αυτός δε, αφού έβαλε μετάνοια στον ηγούμενο και ίδρωνε, έσπερνε σιτάρι στο αυλάκι της προσευχής. Και οπλισμένος περισσότερο από ό,τι οι χρυσές και άμαχες περικεφαλαίες, μαστιγωμένος με τα όπλα της ταπεινώσεως και της αγάπης, στάθηκε ενάντιος στον αόρατο τύραννο.
Τότε, λοιπόν, τότε ήταν που έφθασε η φήμη που όλους κατέπληξε, των αθλημάτων του γενναίου Ιωάννη3. Αυτός ήταν νέος από ευγενεστάτους γονείς, από σερβική πόλη που βρίσκεται στη Μακεδονία, και συνελήφθη από τους Αγαρηνούς, εξαναγκαζόμενος να αποκηρύξει τον Χριστό. Και αφού επί ένδεκα μήνες υπέστη ανυπόφορα βασανιστήρια, με καλή ομολογία περάτωσε τον δρόμο της ζωής του.
Ύστερα από αυτό ο Αντώνιος έγινε ασυγκράτητος και μία μεγάλη φωτιά άναψε στην ψυχή του, και θέτοντάς το δεύτερο αγαθό στην πλάση, αφού έγινε κοινωνός του τιμίου σώματος και αίματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, καταφθάνει στην πόλη της Θεσσαλονίκης, και εισέρχεται στον ναό της Παναγίας4, τον οποίο είχαν καταλάβει οι Αγαρηνοί.
Βρήκε εκεί συναγμένους τους Αγαρηνούς να τελούν τις θεομίσητες επικύψεις τους, και κάνοντας το σημείο του Σταυρού έπεσε στα γόνατα προσευχόμενος εντόνως. Οι Αγαρηνοί τον πιάνουν, και με κλωτσιές και με κτυπήματα τον βασανίζουν για πολύ, και αφού τον δένουν γερά, τον παραδίδουν στον έπαρχο5 της πόλης.
Ήταν δε αυτός με την κακοδαιμονική πλάνη του τρομερός, και αφού αρχικώς έδειρε τον μάρτυρα, τον έκλεισε στη φυλακή, και έμεινε σ’ αυτή δέκα ημέρες χωρίς να φάει τίποτε. Όταν το άκουσε αυτό ο κακορίζικος εκείνος έπαρχος, έμεινε κατάπληκτος, και έφερε τον μάρτυρα στο δικαστήριο.
Προσπάθησαν να διαστρέψουν τα λόγια του γενναίου και να βλασφημήσουν την ευσεβή πίστη, και να καταρρίψουν την ένδοξη οικονομία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.
Αντιθέτως όμως ο μάρτυρας ομολόγησε πάλι Χριστό τον Θεό ως αληθινό, προ αιώνων γεννηθέντα εκ του Πατρός, και κριτή ζώντων και νεκρών, και μία πίστη που κηρύχθηκε, και [ότι] εκείνον που θα την αρνηθεί τον αναμένει πυρ το άσβεστο.
Παινευόταν ο έπαρχος και έλεγε ότι είναι θεάρεστος και άγιος. Είπε λοιπόν ότι κάποτε με τρεις χιλιάδες πολεμιστές νίκησε δεκατέσσερις χιλιάδες οπλισμένους.
Κούνησε το κεφάλι του ο μάρτυρας γελώντας πολύ με την αφροσύνη του, και όχι θεάρεστο αλλά θεομάχο τον ονόμασε, διότι δεν γίνεται ευάρεστος κανείς [στον Θεό] με φόνους ανθρώπων και αιματοχυσίες, αλλά με ελεημοσύνες και σωστή πίστη, γιατί ένας είναι ο Θεός και μία η πίστη, αυτή στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Και δεν είσαι άγιος παρά σκύλος βρωμερός και κληρονόμος του αιωνίου πυρός.
Από αυτή τη στιγμή ο έπαρχος καταλήφθηκε από θυμό, και εξεμάνη σαν θηρίο ανήμερο, και τον στέλνει στον νομικό δικαστή για να τον παραδώσει στην πυρά. Ο δικαστής, αφού τον εξέτασε, δεν τον έκρινε ένοχο θανάτου, και τον έστειλε πάλι στον έπαρχο.
Αυτός, έχοντας καταληφθεί από τον θυμό της προσβολής, εξανάγκαζε τον μάρτυρα να απαρνηθεί τον Χριστό, και να προσκυνήσει αυτούς δουλικώς. Βλέποντάς τον αυτόν να είναι ακλόνητος, τον παραδίδει στην πυρά.
Τον συγκράτησαν κάποιοι από τους νομικούς Αγαρηνούς, απειλώντας τον [τον Αντώνιο] με απατηλά λόγια, αυτός όμως δεν πρόσεχε τα λόγια τους, αλλά τάχυνε προς το πυρ.
Γέμισε το στόμα του με σάλιο, το οποίο έφτυσε στο πρόσωπο αυτού που τον κρατούσε, εκείνος δε με μία σιδερένια βέργα τον κτύπησε στο κεφάλι και έκανε τον μάρτυρα να πέσει στο κέντρο της φωτιάς.
Και τόσο πολύ τον έκαψαν, ώστε και τη στάχτη του να σκορπίσουν στον αέρα, για να μην πάρουν οι χριστιανοί υπολείμματα του σώματός του.
Η μνήμη του τιμάται στις 4 Φεβρουαρίου. Το μαρτύριο πιθανολογείται να έγινε το 1516.
1. Ουκρανός.
2. Στα τουρκοκρατούμενα μέρη.
3. Πιθανόν να πρόκειται για τον Νεομάρτυρα Γεώργιο από το Κράτοβο ο οποίος μαρτύρησε στην Σόφια στις 11 Φεβρουαρίου 1515.
4. Την Παναγία Αχειροποίητο.
5. Στον πασά, διοικητή της πόλης
Τις αριθμημένες υποσημειώσεις έβαλε ο επιμελητής της ανάρτησης και απορρέουν από την εισαγωγή στον βίο του νεομάρτυρα που έγραψε ο συγγραφέας του βιβλίου.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.