
Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας έβαλε τις βάσεις για μια ορθόδοξη κοινωνική πνευματικότητα και ένα ορθόδοξο θεανδρικό ανθρωπισμό!

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (1322-1391).
Παναγιώτης Νέλλας
Εισαγωγικά στη μελέτη του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Κάτω από το φως των γενικών αυτών παρατηρήσεων μπορούμε να κάνουμε στη συνέχεια μερικές ειδικώτερες, σε αμεσώτερη σχέση με το κείμενο της «Εν Χριστώ ζωής».
Με το έργο του αυτό ο Καβάσιλας δεν μελετά, όπως οι περισσότεροι πατέρες στα αντίστοιχα κείμενά τους, τα στάδια της πνευματικής ζωής αλλά, όπως ήδη είπαμε, τη φύση της: τις προϋποθέσεις της, δηλαδή τη σωτηρία (Λόγος Α’)· την ουσία της, που την αποδίδει ο τίτλος του έργου κατανοούμενος κυριολεκτικά και που η ενδελεχής διερεύνησή της διατρέχει όλο το βιβλίο· τη βίωσή της, που γίνεται από τη μια με τα μυστήρια -το Βάπτισμα δίνει καινούργιο είναι στον άνθρωπο (Λόγος Β’), το Χρίσμα καινούργια ενέργεια (Λόγος Γ’), η Ευχαριστία καινούργια ζωή (Λόγος Δ’)- και από την άλλη με την «κατ’ αρετήν» εργασία, κυρίως τη νοητική (Λόγος ΣΤ’) και τη βουλητική (Λόγος Ζ’)· και τέλος τους καρπούς της, που είναι η μεταμόρφωση της ζωής ολόκληρης και του σύμπαντος κόσμου σε Σώμα Χριστού, δηλαδή σε Εκκλησία (στον Λόγο Ε΄ δίδεται ο πυρήνας αυτής της διαστάσεως και η ανάπτυξή της γίνεται σε πολλά σημεία του έργου).
Όλα αυτά αποτελούν εξέταση του ερωτήματος τι είναι η πνευματική ζωή. Η απάντηση μπορεί να συνοψισθή στο ότι πνευματική ζωή είναι η ζωή που ζούμε μέσα στο Χριστό η που ζει ο Χριστός μέσα μας μεταμορφώνοντας, ο Χριστός με τη χάρη του κι εμείς με τη συνεργασία μας, την ψυχή και το σώμα μας, το νου και την καρδιά μας, όλες τις αισθήσεις και λειτουργίες της ύπαρξής μας σε ψυχή, σώμα, νου, καρδιά, αισθήσεις και λειτουργίες Χριστού.
Άμεση και βαρυσήμαντη συνέπεια αυτής της θέσης είναι η διάκριση ανάμεσα στη φύση και τη μορφή της πνευματικής ζωής. Η μορφή έχει σημασία στο μέτρο που είναι οδός και συγκεκριμένη σάρκωση. Δεν έχει αξία καθ’ εαυτή. Δεν αξιολογεί αλλά αξιολογείται. Δεν κρίνει αλλά κρίνεται. Έτσι ο πιστός ελευθερώνεται από ό,τι είναι ανθρώπινο, συνεπώς μεταβλητό και παροδικό. Φωτίζεται η ουσία, η ένωση με το Χριστό, και αποδεσμεύεται όλος ο δυναμισμός που κλείνει μέσα της η ένωση αυτή να αγιάζη και να μεταμορφώνη κάθε ανθρώπινο και σχετικό.
Το σημείο αυτό είναι ένα από τα πολλά στα οποία ο βυζαντινός μυστικός εμπνέεται και οδηγείται από τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος δίδαξε θεόπνευστα ότι σκοπός του ανθρώπου είναι να ζη εν Χριστώ, να μη ζη ο ίδιος αλλά να ζη ο Χριστός μέσα του, και σχετικοποίησε κάθε ανθρώπινη παράδοση, περιτομή ή ακροβυστία, και κάθε ανθρώπινη κατάσταση, του δούλου ή του ελεύθερου, του Ιουδαίου ή του Έλληνα ή Σκύθη κλπ.
Στην ίδια αυτή γραμμή ο Καβάσιλας διδάσκει ότι όλοι οι Χριστιανοί καλούνται και μπορούν να ζήσουν την ένωση με το Χριστό, αφού στα μυστήρια συμμετέχουν όλοι, ανεξάρτητα από το αν είναι κληρικοί ή λαϊκοί, μοναχοί ή κοσμικοί, θεωρητικοί ή πρακτικοί κλπ., κι όλοι επίσης με την εργασία του νου -μυστική θεωρία ή μελέτη των Γραφών ή μελέτη των θαυμασίων του Θεού- τρέφουν την προσοχή τους και προχωρούν μ’ αυτή στη θεία ένωση.
Το ίδιο ισχύει με τη βούληση. Ο Καβάσιλας δείχνει ότι ο πυρήνας της χριστιανικής διδασκαλίας στο σημείο αυτό είναι το να μεταφέρη ο άνθρωπος τη βούληση από τον εαυτό του στο Χριστό. Να θέλη ό,τι θέλη ο Χριστός. Ν’ αγαπάη, ν’ απεχθάνεται και να πράττη ό,τι Εκείνος.
Ακριβέστερα, να μη θέλει και να μην ενεργή ο ίδιος, αλλά ν’ αφήση να θέλη και να ενεργή μέσα απ’ αυτόν ο Χριστός, να γίνη ο Χριστός μέσα του ένας άλλος, ο πραγματικός εαυτός του. Η κλήση σ’ αυτή τη μεταφορά της θέλησης στο Χριστό απευθύνεται κατά τρόπο κοινό σε όλους τους χριστιανούς.
Αλλά η μέθοδος με την οποία η μεταφορά αυτή πετυχαίνεται, η υπακοή, απολύτως απαραίτητη επίσης στη γενικότητά της για όλους τους πιστούς, ποικίλλει ανάλογα με τις συνθήκες. Ο μοναχός υπακούει στο γέροντά του, το παιδί με το δικό του τρόπο στον πατέρα του, ο σύζυγος στη σύζυγό του κλπ. Ο σκοπός της υπακοής, σε οποιοδήποτε επίπεδο και με οποιαδήποτε μορφή κι αν ασκήται, είναι η μεταφορά της θέλησης στο Χριστό.
Το πόσο ο καθένας το πετυχαίνει αυτό -τη μεταφορά, όχι απλώς την υπακοή- μαρτυρεί για το πόσο προχώρησε στην αγιότητα. Συνέπεια αυτής της αλήθειας είναι ότι η εν Χριστώ ζωή μπορεί να βιωθή μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Ακριβώς επειδή η μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας είναι συγκροτημένη κατά τρόπο που να μεταμορφώνη τις συνθήκες.
Η πνευματική ζωή δεν είναι φυγή από τον κόσμο παρά μεταμόρφωσή του. Δεν είναι αλλαγή τόπου, αλλά τρόπου υπάρξεως και συμπεριφοράς και αλλαγή περιεχομένου ζωής. Μπορεί κανείς να ζη μέσα στον κόσμο και να μη ζη με τη ζωή του κόσμου, αλλά του Θεού.
Τότε το επάγγελμά του, οι ασχολίες του, τα ενδιαφέροντά του, όλες οι διαστάσεις και λειτουργίες του βίου του, όχι μόνο είναι νόμιμα αλλά, ακόμη περισσότερο, γίνονται τα κανάλια μέσα από τα οποία η ζωή του Θεού με την οποία ζη αυτός, φθάνει στο γύρω κόσμο και τον ζωοποιεί.
Γίνονται τα μέσα με τα οποία ο κόσμος ενσωματώνεται στο Χριστό και μεταμορφώνεται σε Εκκλησία.
Τη διδασκαλία αυτή δεν πρέπει να νομισθή ότι τη διατύπωσε ο Καβάσιλας σε αντίθεση προς το μοναχισμό. Θα ήταν βλάσφημο να αποδώσουμε στον Ιερό συγγραφέα μας τέτοια ανόσια σκέψη. ‘
Απλούστατα, επειδή είναι προφανές, μάλιστα το ΙΔ’ αιώνα η προφάνεια αυτή ήταν κυρίαρχη, ότι η εν Χριστώ ζωή μπορεί να βιωθεί μέσα στις συνθήκες που δημιουργεί η έξοδος από τον κόσμο, θέλησε να δείξη ότι και οι πιστοί που ζουν μέσα σ’ αυτόν έχουν τη δυνατότητα να τη ζήσουν στην πληρότητά της.Αποτελεί απόρροια της θεμελιακής θέσης του ότι παρά τη διαφορά των μορφών, το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν Χριστώ ζωής είναι το ίδιο.
Με τον τρόπο αυτό ο Καβάσιλας αποδυνάμωσε τη θέση των ανθρωπιστων του ΙΔ΄ αιώνα αφαιρώντας όλη τη γοητεία τους. Δέχτηκε στη σχετικότητά της τη μορφή πνευματικής ζωής που πρότειναν και απέρριψε την ουσία της. Δέχτηκε απόλυτα την ουσία του ησυχασμού και σχετικά επίσης τη μορφή του.
Έτσι συνετέλεσε αποφασιστικά στο να εδραιωθή η νίκη του Παλαμά και η διδασκαλία του να θεωρήται στο εξής από το ευρύ ορθόδοξο εκκλησιαστικό πλήρωμα όχι σαν κάτι που αφορά μόνο το μοναχισμό, αλλά ως κριτήριο της ορθής πίστεως της Εκκλησίας, δηλαδή ως δόγμα.
Και πρωτοστάτησε στο σπουδαίο έργο να διοχετευθή η μεγάλη ησυχαστική αναγέννηση του ΙΔ’ αιώνα μέσα στον κόσμο ως αναγέννηση της λειτουργικής και μυστηριακής ζωής.
Παράλληλα, δείχνοντας ότι όχι μόνο η ψυχή και το σώμα αλλά και οι λειτουργίες του ανθρώπου, και της ζωής γενικώτερα, και του ίδιου του κόσμου, μπορούν να ενωθούν με το Θεό και περιγράφοντας αναλυτικά και εκτεταμένα τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να γίνη, φανέρωσε την κοινωνική αποστολή και τη μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη της ‘Ορθοδοξίας.
Και έβαλε τις βάσεις για μια ορθόδοξη κοινωνική πνευματικότητα και ένα ορθόδοξο θεανδρικό ανθρωπισμό.
Σε στιγμές που το Βυζάντιο, το λίκνο αυτό μεσ’ το οποίο σχηματίστηκε κι έλαμψε η Ορθοδοξία, ψυχοραγούσε, το έργο του Καβάσιλα, είναι, θα λέγαμε, μια προίκα που ο Θεός χάρισε στο λαό του, για να μπορέση να ζήση αξιοποιώντας τη μέσα στους χαλεπούς και πολύ μακρούς, μέχρι και τους δικούς μας, καιρούς που θα ακολουθούσαν.
Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τιμάται στις 20 Ιουνίου.
Απόσπασμα από τα «Πρακτικά Θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου Οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού». Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε προνοία του παναγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος β’, (17-20 Ιουνίου 1982). Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1984.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.