Μνήμη Οικογένειας Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης
Η μνήμη Οικογένειας Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου
Αποσπάσματα
Φθάσας δε εις το εικοστόν έτος της ηλικίας του [ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς], τοιαύτην μετερχόμενος πολιτείαν, ούτε εις τας παρακλήσεις του βασιλέως υπήκουσεν, ούτε εις τας μεγάλας υποσχέσεις απέβλεψεν, αλλ’ αφ’ ου κατέπεισεν όλους του οίκου του και τους πλησιεστέρους συγγενείς του και τους πλέον καλοπροαιρέτους δούλους των, να δεχθούν το Αγγελικόν Σχήμα και τους εγκατέστησεν εις Μοναστήρια, ανεχώρησεν από την Κωνσταντινούπολιν με τους αδελφούς του και πηγαίνων εις το Άγιον Όρος έμεινεν εις την Λαύραν του Βατοπαιδίου υποταχθείς εις τον θείον Νικόδημον (όστις ήτο θαυμάσιος ησυχαστής και έλαμπε κατά τε πράξιν και θεωρίαν), εκεί δε έλαβε και το Αγγελικόν σχήμα.
[…]
Όμως ο πολύς έρως της ησυχίας, τον οποίον είχεν εις την καρδίαν του, δεν τον άφησε να μένη εκεί [στη Μονή Μεγίστης Λαύρας Αγίου Όρους] μέχρι τέλους. Όθεν αναχωρήσας εκείθεν έδραμεν εις την πολυπόθητόν του ερημίαν συνοδευόμενος και από τους ομοψύχους συναγωνιστάς του εις τον αγώνα αυτόν της αρετής.
Εις την ιεράν εκείνην Σκήτην, εις την οποίαν κατέφυγεν ο Άγιος, την καλουμένην Γλωσσίαν, κατοικούσαν και άλλοι πολλοί Αναχωρηταί, των οποίων όλων ήτο ως έξαρχος και κορυφαίος, άλλος τις Γρηγόριος, από την Κωνσταντινούπολιν και αυτός καταγόμενος, μέγας και περιβόητος κατ’ εκείνους τους καιρούς εις την ησυχίαν και εις την νήψιν και θεωρίαν.
Από αυτόν λοιπόν τον θείον Γρηγόριον εδιδάχθη ο νέος Γρηγόριος τα υψηλότατα Μυστήρια της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού. Ησυχάζων δε εκεί κατά μόνας ηξιώθη να λάβη παρά Θεού πολλά μυστικά χαρίσματα, τα οποία είναι αδύνατον να τα παραστήση τις με λόγον.
Τόσην δε κατάνυξιν είχε πάντοτε, ώστε έτρεχαν ακαταπαύστως από τους οφθαλμούς του τα δάκρυα και τον επότιζαν και συνίστων ομού με την ψυχήν και το σώμα, το χάρισμα δε τούτο των δακρύων το είχεν ο Άγιος όλον τον χρόνον της ζωής του. Την καλήν όμως εκείνην ησυχίαν δεν ημπόρεσαν να απολαύσουν διά πάντα εκεί εις την Γλωσσίαν, λόγω των καταδρομών τας οποίας ενήργουν οι Αγαρηνοί κατά των Μοναχών, οίτινες ησύχαζαν έξω των Μοναστηρίων.
Όθεν διά να αποφύγουν τους κινδύνους, ο θείος Γρηγόριος και η συνοδεία του, οι οποίοι ήσαν δώδεκα, ηναγκάσθησαν να καταφύγουν εις την Θεσσαλονίκην, εκεί δε συμβουλευόμενοι μεταξύ των συνεφώνησαν να υπάγουν εις την Ιερουσαλήμ, αφ’ ενός μεν διά να προσκυνήσουν τους Αγίους Τόπους, αφ’ ετέρου δε διά να ησυχάσωσιν εκεί, έως τέλους της ζωής των.
Θέλων όμως ο θείος Γρηγόριος, να μάθη αν ήτο αρεστόν εις τον Θεόν το κίνημά των, αφ’ ου κατά μέρος έκαμε περί τούτου προσευχήν, ενύσταξεν ολίγον τι, και παρευθύς είδε την εξής οπτασίαν, όπως ο ίδιος την διηγείται· «Μου εφάνη, λέγει, ως να ευρέθην εις τα βασιλικά προαύλια, ομού με τους συνασκητάς μου. Εκεί εκάθητο μεγαλοπρεπώς εις τον θρόνον του ο Βασιλεύς, πέριξ δε αυτού ίσταντο οι βασιλικοί δορυφόροι και όλοι οι άρχοντες, εξ όλων των τάξεων. Ξεχωρίσας δε εις από εκείνους τους άρχοντας ήλθε προς ημάς (εφαίνετο δε ούτος ως να ήτο μέγας τις δούξ) και εναγκαλισθείς εμέ με έσυρε πλησίον του, στραφείς δε εις τους συνοδούς μου είπεν· «Εγώ κρατώ τούτον εδώ μετ’ εμού, επειδή ούτω προσέταξεν ο Βασιλεύς, σες δε υπάγετε όπου αγαπάτε, δεν σας εμποδίζει τις».
Ταύτα φωτισθείς παρά Θεού ο μέγας Γρηγόριος, και κοινολογήσας αυτά και εις τους άλλους αδελφούς, εστοχάσθησαν όλοι, ότι ο μέγας δούξ, όστις εκράτησε τον θείον Γρηγόριον, ήτο ο μέγας Δημήτριος. Όθεν απεφάσισαν να μη απομακρυνθούν από τα περίχωρα της Θεσσαλονίκης, της πατρίδος του Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου. Ευρισκόμενοι δε εις την Θεσσαλονίκην, παρεκάλεσαν τον θείον Γρηγόριον οι συνασκηταί του να δεχθή το αξίωμα της Ιερωσύνης, αλλά αυτός δεν εδέχετο, έως ου εγνώρισε και περί τούτου, ότι ήτο θέλημα του Θεού.
Μετά την χειροτονίαν, μετέβη ο θείος Γρηγόριος εις την Σκήτην των Μοναχών της Βεροίας· κτίσας δε εκεί Ησυχαστήριον ομού με τους συνασκητάς του, ήρχισε πάλιν να αγωνίζεται και να γυμνάζεται την θείαν τελειότητα, ο κατά αλήθειαν πλήρης από κάθε καλόν. Και κατά μεν τας πέντε ημέρας της εβδομάδος ούτε αυτός εξήρχετο παντελώς του Ησυχαστηρίου, ούτε άλλον τινά εδέχετο μέσα εις το κελλίον του. Μόνον δε κατά Σάββατον και Κυριακήν εξήρχετο, διά να ιερουργή τα θεία Μυστήρια και να συνομιλή πνευματικώς και να συναναστρέφεται με τους αδελφούς προς την εκείνων ωφέλειαν. Ήτο δε τότε ο Άγιος ετών τριάκοντα…
[…]
Κατά τον καιρόν τούτον της ησυχίας του Αγίου [στη Βέροια] απήλθε προς Κύριον η μήτηρ αυτού, ήτις είχε γίνη Μοναχή λαβούσα το όνομα Καλλίστη, πεπλουτισμένη ούσα από μεγάλας αρετάς. Τότε αι θυγατέρες και συνασκήτριαι αυτής παρευθύς έστειλαν γράμματα προς τον μέγαν Γρηγόριον αναγγέλλουσαι εις αυτόν το τέλος της κοινής μητρός, συγχρόνως δεν τον παρεκάλουν να υπάγη έως εκεί, προς επίσκεψιν και πνευματικήν οδηγίαν των.
Όθεν επήγεν εις την Κωνσταντινούπολιν προς τας αδελφάς του και τας εδίδαξεν ικανώς. Μετά ταύτα, θέλων να επιστρέψη ο Άγιος εις την Βέροιαν, τον ηκολούθησαν και αι αδελφαί του, τας οποίας εγκαταστήσας εις γυναικείον Μοναστήριον και παραγγείλας εις αυτάς να ακολουθούν την συνηθισμένην εις αυτάς ασκητικήν πολιτείαν,
[…]
Ότε δε έφθασεν η εορτή του μεγάλου Αντωνίου, ήσαν οι μαθηταί του και οι συνασκηταί του όλοι ομού με τον θαυμαστόν Ισίδωρον, μετά του οποίου έκαμναν την αγρυπνίαν του θείου Αντωνίου. Αλλ’ ω του θαύματος! Δεν έλειπεν απ’ αυτών ουδέ ούτος ο μέγας Αντώνιος, όστις ηθέλησε και τα δύο μέρη να συνευφράνη και συναγάγη εις κοινήν πανήγυριν. Διά τούτο εκεί όπου προσηύχετο εν ησυχία ο θείος Γρηγόριος, ήλθεν έξαφνα θείον φως και τον περιέλαμψε, καθώς και άλλοτε πολλάκις τον περιέλαμπε και μαζί με το φως εφάνη και ο μέγας Αντώνιος και λέγει προς τον Γρηγόριον:
«Καλή είναι η μετά ησυχίας του νοός προσευχή, διότι καθαρίζει το νοερόν όμμα της ψυχής και καταξιώνει τον άνθρωπον της θείας αποκαλύψεως των απορρήτων. Όμως εις ωρισμένους καιρούς είναι αναγκαία και η συναναστροφή και συνάντησις των ομοψύχων αδελφών, εις το να κάμνετε ομού κοινώς τας προσευχάς και ψαλμωδίας. Πρέπει λοιπόν να υπάγης και συ τώρα προς τους αδελφούς, οι οποίοι αγρυπνούν και οι οποίοι έχουν μεγάλην ανάγκην από την επιστασίαν σου».
Παρευθύς τότε με τους λόγους τούτους έγινεν άφαντος ο μέγας Αντώνιος. Ο δε θείος Γρηγόριος επήγεν ευθύς εις τους αδελφούς, οι οποίοι τον υπεδέχθησαν μετά χαράς και καθ’ όλην εκείνην την νύκτα διήλθον ομού αγρυπνούντες και πανηγυρίζοντες.
[…]
Κατά δε την ώραν κατά την οποίαν επρόκειτο να υπάγη εις το Άγιον Όρος, ευρίσκετο πλησίον εις τον θάνατον η αδελφή του, ονόματι Θεοδότη. Όθεν τον ηρώτησαν οι μαθηταί και φίλοι του, τι είδους να γίνη η κηδεία της. Ο δε Άγιος, προβλέπων το μέλλον, τους είπε· «Δεν είναι ανάγκη να με ερωτήσετε περί τούτου· επειδή, Θεού θέλοντος, θέλω επιστρέψει και εγώ έως τότε και θέλω ευρεθή εδώ προ της τελευτής».
Ούτως είπε και ο λόγος έργον εγένετο. Διότι όταν ήλθεν εις την εσχάτην ώραν η Θεοδότη, εζήτησε τον θείον Γρηγόριον, τον καλόν της αδελφόν και πατέρα· ακούσασα δε ότι έλειπεν εις το Άγιον Όρος, ελυπήθη βαθύτατα, και εταλάνισε τον εαυτόν της, ότι εστάθη αναξία της τελευταίας θεωρίας και ομιλίας εκείνου.
Από την ώραν εκείνην εσιώπησε και ησύχασε τελείως ως να εστράφη τρόπον τινά εις τον εαυτόν της (οι δε εκεί παρόντες ητοίμαζαν τα προς ταφήν απαιτούμενα), αλλ’ ω του θαύματος! Οκτώ ημέραι επέρασαν, κατά τας οποίας ευρίσκετο χωρίς τροφήν, χωρίς ύπνον, χωρίς ομιλίαν, χωρίς πόνους, διατηρουμένη με μικράν μόνον αναπνοήν, εκ του κινήματος δε των οφθαλμών εδείκνυετο, ότι ευρίσκετο ακόμη εν τη ζωή και επρόσμενε τον αδελφόν της. Και πράγματι χωρίς αμφιβολίαν τούτο ήτο. Διότι καθώς έφθασεν η εσπέρα της ογδόης ημέρας, ήλθε και ο ποθούμενος από το Όρος και σταθείς πλησίον της αδελφής του ωμίλησε προς αυτήν.
Ευθύς τότε ως ήκουσεν εκείνη την φωνήν του γλυκυτάτου αδελφού, ήνοιξε προς εκείνον τους οφθαλμούς του σώματος ομού με τους ψυχικούς και επειδή δεν ηδύνατο να ομιλήση, ύψωσεν ολίγον τας χείρας προς τον Θεόν δι’ ευχαριστίαν, και ύστερα από ολίγας στιγμάς παρέδωκεν ενδόξως το πνεύμα εις χείρας Θεού.
Ο δε μέγας Γρηγόριος, μετά την κηδείαν της αδελφής, πάλιν κατεγίνετο εις τα πρώτά του, ήτοι εις την ησυχίαν, εις την νήψιν και προσευχήν και εις την ακατάπαυστον προσοχήν των θείων θεωριών και αποκαλύψεων.
Αποσπάσματα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», περίοδος Τριωδίου, τόμος 13ος.
Επιμέλεια: Στέλιος Κούκος
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.