
Η επιμονή του Καβάσιλα στη θεολογία των μυστηρίων δεν είναι άσχετη με τις καινούργιες ιδέες που πολλοί φίλοι του έφερναν από τη Δύση

Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας.
Παναγιώτης Νέλλας
Εισαγωγικά στη μελέτη του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα
Συνέχεια από εδώ: https://agiatheodora.gr/o-agios-nikolaos-kavasilas-se-mia-glossa-pou-borousan-na-tin-katanoisoun-oi-dianooumenoi-edeixe-to-pragmatiko-periechomeno-tis-theoseos/
Αλλά με την ίδια μετάτοπιση ο Καβάσιλας αντιμετωπίζει, φέρνοντας το καθαρά στην επιφάνεια, και το οντολογικό πρόβλημα. Η ένωση με το Χριστό δεν αποτελεί επιπρόσθετο στοιχείο στον άνθρωπο, διδάσκει. Γιατί ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα του Χριστού.
Όσο δεν είναι ενωμένος με το Χριστό, αλλά ομοιάζει και τείνει απλώς προς αυτόν -αυτό σημαίνει το κατ’ εικόνα- είναι ακόμη ανολοκλήρωτος. Δεν έχει πραγματωθή πλήρως, υπάρχει ως δυνατότητα.
Εν Χριστώ γίνεται αυτό που πλάστηκε να είναι. Έξω από το Χριστό είναι «ύλη ανείδεος και άμορφος», δεν έχει πραγματική υπόσταση. Υφίσταται εν Χριστώ.
Τα μυστήρια δεν παρέχουν απλώς στον άνθρωπο κάτι περισσότερο από αυτό που είναι, αλλά εγκεντρίζοντάς τον στο Χριστό, του δίνουν «αυτό το είναι και υποστήναι». Έξω από το Χριστό οι άνθρωποι είναι «αφανείς» και «άγνωστοι» θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας την ιδιότυπη μέθοδο δημιουργίας συνθετικών λέξεων που αρέσει στη σύγχρονη φιλοσοφία, πως δεν είναι ακόμη, ή την κατά πολύ επιτυχέστερη ηρακλείτεια έκφραση «παρεόντες απείναι». Η εμφάνεια του ανθρώπου στο είναι γίνεται εν Χριστώ.
Ο Καβάσιλας θεωρεί την ελληνική και γενικώτερα κάθε φιλοσοφική οντολογία ως εικονική οντολογία ή προ-οντολογία. Το αληθινό οντολογικό του περιεχόμενο το βρίσκει ο άνθρωπος και όλη η κτίση εν Χριστώ. Ο αναγνώστης θα πρέπει να προσέξη να μη διαφύγη της προσοχής του ούτε αυτή η ιδιαίτερα σημαντική διάσταση της διδασκαλίας του μεγάλου βυζαντινού θεολόγου.
Επανειλημμένα ως τώρα χρειάστηκε να αναφερθούμε στα μυστήρια. Ήταν φυσικό, αφού αποτελούν το κεντρικό θέμα της διδασκαλίας του Καβάσιλα. Αλλά είναι αναγκαία στο σημείο αυτό μια επανατοποθέτησή μας. Γιατί, αν πλησιάσουμε τα κείμενα του Καβάσιλα με την τρέχουσα περί μυστηρίων αντίληψη, θα δυσκολευτούμε να τα κατανοήσουμε.
Πράγματι, συχνά σήμερα αντιλαμβανόμαστε τα μυστήρια ως θρησκευτικά καθήκοντα που είναι άλλα υποχρεωτικά, όπως π.χ. η Θ. Ευχαριστία και άλλα, όπως η ιερωσύνη, όχι.
Στην ίδια προοπτική οι καθιερωμένες ακαδημαϊκές δογματικές και τα σχολικά εγχειρίδια τα διακρίνουν σε επαναλαμβανόμενα και μη· τα ορίζουν ως τις ορατές τελετές που μεταδίδουν τη θεία χάρη, αντικειμενοποιημένη στην προοπτική αυτή και αποθηκευμένη στο επίσης αντικειμενοποιημένο ιερό καθίδρυμα της Εκκλησίας· καθορίζουν τον αριθμό τους σε επτά, και χωρίζουν τα αισθητά σημεία τους, που είναι οι συγκεκριμένες τελετές, από την ουσία τους, που είναι η αόρατη θεία χάρη.
Ωρισμένες από τις διατυπώσεις αυτές είναι ως διατυπώσεις ορθές, αλλά η αντίληψη που εμπεριέχουν, πρέπει να το πούμε καθαρά, είναι λανθασμένη. Δημιουργήθηκε από τους σχολαστικούς θεολόγους στη Δύση στην αρχή της χιλιετίας μας και διαδόθηκε σε μας κυρίως από το ΙΘ’ αιώνα και μετά. Την περίοδο αυτή οι λατίνοι φαίνεται να πέτυχαν ό,τι δεν είχαν πετύχει το ΙΓ’ και ΙΔ’ αιώνα.
Η τελευταία αυτή παρατήρηση έχει σημασία, επειδή η επιμονή του Καβάσιλα στη θεολογία των μυστηρίων δεν είναι άσχετη με τις καινούργιες ιδέες που πολλοί φίλοι του έφερναν από τη Δύση. Βέβαια ο Καβάσιλας δεν δημιουργεί νέα διδασκαλία για τα μυστήρια. Ανασυνθέτει και εκθέτει σε σχέση με τα προβλήματα της εποχής του και με μοναδική, είναι αλήθεια, ενάργεια την κοινή και καθιερωμένη διδασκαλία της Εκκλησίας6.
Είναι γνωστό ότι κατά τον Απόστολο Παύλο το αρχικό και ύψιστο μυστήριο της πίστεώς μας είναι ο Χριστός, η σάρκωση και οι θείες οικονομίες με τις οποίες ο Λόγος έσωσε τον κόσμο (Α’ Τιμ. 3,16). Το κεντρικό αυτό Μυστήριο ο βυζαντινός μυστικός το βλέπει να διαθλάται, να γίνεται συγκεκριμένο και ενεργό μέσα στο χρόνο με τα εκκλησιαστικά μυστήρια, με τα οποία συγκροτείται, οργανώνεται και ζει η Εκκλησία.
Διδάσκει ότι υπάρχει εσωτερική ταυτότητα μεταξύ του ιστορικού σώματος του Ιησού και της Εκκλησίας, μεταξύ των ενεργειών του συγκεκριμένου σώματος του Κυρίου και των μυστηρίων. Τα τελευταία προεκτείνουν πραγματικά την ενέργεια εκείνου του σώματος και παρέχουν αληθινά τη ζωή του.
Έτσι ο Χριστός προεκτείνεται μέσα στο χρόνο και ο κόσμος προσλαμβάνεται. Η Εκκλησία κατανοείται στην προοπτική αυτή όχι ως μια κατάσταση στατική, αλλά ως μια δυναμική μεταμορφωτική κίνηση.
Είναι ο αέναος, μέσα στο χώρο και το χρόνο, γάμος του Δημιουργού με τη δημιουργία του, η διαρκής ανάκραση του κτιστού με τον άκτιστο. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η ανάκραση και μεταμόρφωση είναι ακριβώς τα μυστήρια. Ο Καβάσιλας θεωρεί ως κεντρικό εκκλησιαστικό μυστήριο τη Θεία Ευχαριστία που ανα-παρ-ιστά, δηλαδή κάνει εκ νέου πραγματικά και ενεργητικά παρούσα, την οικονομία του Σωτήρα και ακόμα το βάπτισμα και το χρίσμα που εισάγουν τον άνθρωπο στην Ευχαριστία.
Αλλά από την τελευταία αυτή απορρέει ένα πλήθος ιερών τελετών που αγκαλιάζουν ολόκληρη τη ζωή. Δημιουργείται έτσι μια νέα κατάσταση πραγμάτων, ένας καινούργιος τρόπος ζωής, μια νέα οργάνωση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους, με το Θεό και με τον κόσμο, μια νέα εν Χριστώ οργάνωση της κοινωνίας των ανθρώπων και του κόσμου και αυτή η νέα κατάσταση πραγμάτων, η καινή κτίση, ονομάζεται ακριβώς Εκκλησία.
Η καινούργια ζωή που χαρίζει ο Χριστός ονομάζεται μυστηριακή ζωή. Και τα σημεία εκείνα του χώρου και του χρόνου μέσα στα οποία η θεία ζωή συναντά την ανθρώπινη και τη μεταμορφώνει, το γεγονός αυτό καθεαυτό της συναντήσεως και μεταμορφώσεως καθώς και οι πράξεις, δηλαδή οι τελετουργίες η διαδικασίες μέσα από τις οποίες πραγματοποιείται η μεταμόρφωση, ονομάζονται μυστήρια.
Ο Καβάσιλας χρησιμοποιεί για τα μυστήρια τα εκφραστικά ονόματα «πύλη», «οδός», «θυρίδες» και άλλα παρόμοια, επειδή ακριβώς είναι τα ανοίγματα, τα κανάλια μέσα από τα οποία η ζωή του Θεού ρέει στον κόσμο.
Από μια άλλη άποψη τα μυστήρια είναι τα σημεία εκείνα και ταυτόχρονα οι διαδικασίες μέσα στα οποία και διά των οποίων οι διάφορες λειτουργίες του ανθρώπου εγκεντρίζονται στο Χριστό και αθανατίζονται.
Η λειτουργία της αδιάκοπης π.χ. εκείνης ανα-νέωσης με την οποία κρατιέται ζωντανός ο άνθρωπος ανανέωση των κυττάρων που κρατάει ζωντανό το σώμα και των βιωμάτων που δεν επιτρέπει στον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου ν’ απονεκρωθή εγκεντρίζεται με το βάπτισμα στο θάνατο και την ανάσταση του Χριστού και υψώνεται σε ανα-γέννηση στην αληθινή αιώνια ζωή.
Η βιολογική ψυχοσωματική ενεργητικότητα του ανθρώπου μεταμορφώνεται με το χρίσμα σε πνευματική.
Στη Θ. Ευχαριστία ο άνθρωπος βρίσκει τη θεία και αθάνατη Τροφή και Ζωή. Η αγάπη δύο ανθρώπων στο μυστήριο του γάμου δέχεται μέσα της την αγάπη του Τριαδικού Θεού στο όνομα του οποίου οι νυμφευόμενοι στέφονται. Το μυστήριο της πνευματικής πατρότητας ή της μοναχικής κουράς μεταμορφώνει τη βιολογική πατρότητα κλπ.
Συνεχίζεται
7. Εκτενή ανάλυση της μυστηριακής διαστάσεως της διδασκαλίας του Καβάσιλα και συσχετισμό της προς την παλαιότερη παράδοση βλ. στο βιβλίο της Myrra Lot Borodine, Un maitre de la spiritualité byzantine au XIVe siècle: Nicolas Cabasilas, Paris 1958. Για το γενικώτερο ζήτημα των θεολογικών πηγών του Καβάσιλα θα αναφέρουμε εδώ μόνο τα εξής: Μετά τον Απόστολο Παύλο που αποτελεί την κύρια πηγή του -η «Εν Χριστώ ζωή» δεν είναι παρά μια εκτεταμένη και διεισδυτική ανάλυση του παυλείου όρου «εν Χριστώ»- ο Καβάσιλας στηρίζεται στον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο τον οποίο και αναφέρει επώνυμα. Παραθέτει μια φράση του αγίου Ιγνατίου και δύο του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου χωρίς να τον κατονομάζη. Δεν υπάρχει καμμιά άλλη συγκεκριμένη αναφορά. Ωστόσο η διδασκαλία του Καβάσιλα είναι η πατερική. Διεξοδική έρευνα έδειξε, ότι γνωρίζει τους αγίους Ειρηναίο και Αθανάσιο, ότι γράφοντας το Λόγο Β’ περί βαπτίσματος είχε προ οφθαλμών το αντίστοιχο έργο Γρηγορίου του Θεολόγου, ότι χρησιμοποιεί τους Γρηγόριο Νύσσης, Δαμασκηνό κ.ά. Μεγάλος διδάσκαλός του επίσης, κυρίως στην ανθρωπολογία, είναι ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ενώ στη διδασκαλία του για τη χριστιανική ζωή μέσα στον κόσμο εμπνέεται, εκτός από το Χρυσόστομο, από τους αγίους Συμεών το Νέο Θεολόγο και Γρηγόριο το Σιναΐτη. Του τελευταίου αυτού την προτροπή προς το μαθητή του -Ισίδωρο «ουκ εν ερήμοις, ουδ᾽ εν όρεσι τούτοις εβουλόμην έγωγε τέως, ω βέλτιστε, διατρίβειν σε· διατί γαρ, αλλ᾽ εν τω κόσμω μάλλον και τοις εκεί ζώσι μονάζουσι και κοινωνικοίς»- φαίνεται ότι ο Νικόλαος, μαθητής του Ισιδώρου, ακολούθησε προσωπικά. Συνοπτικά, ο τελευταίος μεγάλος βυζαντινός θεολόγος ανακεφαλαίωσε κι έδωσε με νέο και πρωτότυπο τρόπο στην εποχή του την πατερική διδασκαλία, φωτίζοντας ιδιαίτερα ωρισμένα σημεία της και προεκτείνοντας άλλα προς καινούργιες ανανάπτυκτες πριν διαστάσεις. Ο Καβάσιλας αποτελεί και τέκνο και πατέρα της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Για περισσότερα βλ. Π. Νέλλα, Αι θεολογικαί πηγαί Νικολάου του Καβάσιλα. Αναφοραί και Εξαρτήσεις. Κληρονομία 7Β (Ιούλιος 1975) α. 327-344.
Ο Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας τιμάται στις 20 Ιουνίου.
Απόσπασμα από τα «Πρακτικά Θεολογικού συνεδρίου εις τιμήν και μνήμην του σοφωτάτου και λογιωτάτου και τοις όλοις αγιωτάτου Οσίου πατρός ημών Νικολάου Καβάσιλα του και Χαμαετού». Το συνέδριο πραγματοποιήθηκε προνοία του παναγιωτάτου μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος β’, (17-20 Ιουνίου 1982). Έκδοση Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης 1984.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.