Blog

Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος: Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος,  Τα αποτελέσματα του έργου τους και τα χαρακτηριστικά της Ιεραποστολής

Οι Άγιοι Μεθόδιος και Κύριλλος.

Συνέχεια από εδώ: https://agiatheodora.gr/agioi-kyrillos-kai-methodios-mia-poreia-alysidas-dokimasion-dilimmaton-kai-ponou/?preview_id=9608&preview_nonce=b4ebfa027f&post_format=standard&_thumbnail_id=9611&preview=true

 

Διάδοχός του [του Αγίου Μεθοδίου] κατώρθωσε να γίνη με την εύνοιαν του Σβιατοπόλκου ο φανατικός αντίπαλός του, επίσκοπος της πόλεως Νείτρα Wiching, εκ Σουηβίας της Γερμανίας. Ούτος προσεπάθησε να εξαφανίση τα ίχνη του έργου των βυζαντινών ιεραποστόλων. 

Τα επόμενα έτη απηγορεύθη αυστηρώς η σλαβονική γλώσσα εις την θείαν θείαν Λειτουργίαν, επεβλήθη η προσθήκη του Filioque εις το Σύμβολον της Πίστεως και παρεμερίσθη κάθε τι, το οποίον είχε σχέσιν με τον Μεθόδιον και Κύριλλον. 

Οι κυριώτεροι μαθηταί των συνελήφθησαν ή εξωρίσθησαν εκ της Μοραβίας, άλλοι δε επωλήθησαν ως δούλοι. 

Εις το ΧΙ και ΧΙΙΙ κεφάλαιον του βίου του Κλήμεντος εξιστορούνται με ανατριχιαστικάς λεπτομερείας οι διωγμοί τους οποίους υπέστησαν περίπου 200 μαθηταί του Μεθοδίου: «Τους μεν απανθρώπως ηκίζοντο [βασάνιζαν], των δε τας οικίας διήρπαζον [λεηλατούσαν] μιγνύντες ασεβεία πλεονεξίαν, άλλους γυμνούς επ’ ακανθών έσυρον, και ταύτα γέροντας άνδρας και τους δαβιτικούς όρους της ηλικίας υπερπηδήσαντες. Όσοι δε των πρεσβυτέρων και διακόνων ήσαν νεώτεροι, τούτους δη τοις Ιουδαίοις επώλουν, οι της Ιούδα μοίρας και της αγχόνης επάξιοι». 

Η σλαβονική βιογραφία του Ναούμ διηγείται, ότι εις την αγοράν της Βενετίας, όπου επωλούντο ως δούλοι, κρατικός υπάλληλος του βυζαντινού αυτοκράτορος Βασιλείου εξηγόρασε τους μαθητάς του Μεθοδίου. 

Μερικοί εξ αυτών ελευθερωθέντες επέστρεψαν εις την πατρίδα των, ωρισμένοι όμως εζήτησαν να τον ακολουθήσουν εις την Κωνσταντινούπολιν, όπου τους επαρουσίασεν εις τον αυτοκράτορα.

Εν τω μεταξύ η ιεραποστολή εις την Μοραβίαν με τον διωγμόν των μαθητών του Μεθοδίου ητόνησε. 

Μετά τον θάνατον του Σβιατοπόλκου ηκολούθησε και η παρακμή του κράτους· μεταξύ δε του 906 και 910 διελύθη τούτο όριστικώς υπό των νέων κατακτητών της χώρας Μαγυάρων (Ούγγρων).

Εάν θα ήθελε λοιπόν κανείς να εξετάση τους καρπούς της εργασίας των δύο βυζαντινών ιεραποστόλων αρχάς του Γ’ αιώνος, θα έπρεπε να ομιλήση περί πλήρους αποτυχίας. Εδώ όμως αν ακριβώς ευρίσκεται το αξιοπρόσεκτον «παράδοξον». 

Το εξωτερικώς καταρρεύσαν έργον των δύο Θεσσαλονικέων αδελφών έφερεν αργότερον τα σοβαρώτερα εις την ιστορίαν της χριστιανικής ιεραποστολής αποτελέσματα. Ο «κόκκος του σίτου», ο οποίος κατά το υπόδειγμα του Κυρίου έπεσεν εις την γην και απέθανεν, έφερεν «καρπόν πολύν» (Ιω. ιβ’ 24). 

Εκ των διασκορπισθέντων μαθητών του Μεθοδίου άλλοι ειργάσθησαν ιεραποστολικώς εις την Βοημίαν, μερικοί εις την Πολωνίαν, οι περισσότεροι δε κατέφυγον εις τους Νοτιοσλάβους. Επτά εξ αυτών με επικεφαλής τον Κλήμεντα, ο οποίος διέπρεψε διά την φιλολογικήν του δραστηριότητα και το αποστολικόν του πνεύμα, κατέφυγον εις την Βουλγαρίαν, όπου ο Βόρις-Μιχαήλ τους υπεδέχθη μετά χαράς. 

Εκεί συνεχίσθη και επεξετάθη το έργον των των δύο Ελλήνων ιεραποστόλων. Ο Κλήμης με τους συνεργάτας του ίδρυσε μονήν και σχολείον και επεδόθη εις την μετάφρασιν Ελλήνων συγγραφέων διά την πνευματικήν ανύψωσιν του βουλγαρικού λαού. 

Πολλοί ναοί και πηγαί φέρουν ακόμη σήμερον το όνομα των βυζαντινών ιεραποστόλων, ο μητροπολιτικός δε ναός της Σόφιας φέρει το όνομα των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου. Όσοι εκ των διωχθέντων μαθητών των κατέφυγον εις Βοημίαν εδίδαξαν εκεί τα σλαβικά γράμματα, κατέστησαν γνωστήν την σλαβονικήν λειτουργίαν και έθεσαν τας βάσεις του πολιτισμού των Τσέχων. 

Όπως σημειώνει ο F. Dvornik, «τόση ήτο η ζωτικότης της νέας διδασκαλίας, την οποίαν είχον φέρει ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, ώστε αν και αυτοί ήσαν χωρισμένοι από την πηγήν, το Βυζάντιον, και υπέκειντο εις ακαταπαύστους επιθέσεις από τον λατινικόν κλήρον, εν τούτοις ο χριστιανισμός ήνθησεν εις την Βοημίαν καθ’ όλον τον Ι’ [10ον] αιώνα. 

Η Αυλή της Πράγας έγινε κέντρον προηγμένου πολιτισμού. Αναφέρεται ότι ο άγιος Βενσεσλάβ (δούξ της της Βοημίας) εγνώριζε λατινικά, σλαβικά και ελληνικά, το δε μαρτύριόν του κατά το 929 ιστορήθη υπό ανωνύμου μαθητού των Ελλήνων ιεραποστόλων εις βιογραφίαν η οποίοι θεωρείται το αρχαιότερον αριστούργημα της τσεχικής φιλολογίας». 

Απηχεί την γνώμην όλων των μελετητών της ιστορίας ο Fr. Grivec χαρακτηρίζων τον Κύριλλον «ζηλωτήν αγγελιαφόρον της πίστεως κατά το αποστολικόν πρότυπον, φορέα πολιτισμού, ανυπέρβλητον θεμελιωτήν της σλαβικής γραπτής γλώσσης και φιλολογίας», τον δε Μεθόδιον «μέγαν πρίγκηπα της Εκκλησίας», ο οποίος «εβάστασεν εις τους ώμους του εν έργον γιγαντιαίον». 

Προϋπόθεσις όμως του ιστορικού αυτού έργου υπήρξεν ο πόνος, η αυτοθυσία, η ολόψυχος άρσις του Σταυρού. Υπάρχουν μερικοί οι οποίοι σκέπτονται την Ιεραποστολήν με ρωμαντικήν αισιοδοξίαν, ως μίαν «δημιουργίαν», τύπου κοσμικού, με τάσεις ωραιοποιήσεως ή ηρωοποιήσεως. Δεν υπάρχει πλέον επικίνδυνος ψευδαίσθησις από αυτήν. 

Η Ιεραποστολή θα παραμένη πάντοτε ΟΔΟΣ ΣΤΑΥΡΟΥ – με όλας τας συνεπείας του πράγματος. «Καθώς απέσταλκέ με ο πατήρ, καγώ πέμπω υμάς» (Ιωάν. κ’ 21), είπεν ο Κύριος εις τους Αποστόλους. Αυτό το «καθώς» καθορίζει τον τρόπον, τον τύπον, την τακτικήν της ορθοδόξου Ιεραποστολής· αυτό δε σημαίνει «κένωσιν», ταπείνωσιν, μορφήν δούλου, ανυπόκριτον αγάπην, υπακοήν εις τον Θεόν μέχρι θανάτου σταυρού (Φιλιπ. β’ 7-8). 

Χωρίς αυτήν την διάθεσιν οιαδήποτε σκέψις περί Ιεραποστολής αποτελεί αφελή ρωμαντισμόν και επιπολαιότητα. Με την συνειδητήν όμως αποδοχήν της πορείας θυσίας διά την αναγγελίαν του Ευαγγελίου «έως εσχάτου της γης» η ιεραποστολική ζωή αποκτά μοναδικόν βάθος και νόημα, ανέκφραστον δύναμιν και πληρότητα. 

«Ο δεχόμενος υμάς εμε δέχεται», είπεν ο Κύριος» και «ο εμέ δεχόμενος δέχεται τον αποστείλαντά με» (Ματθ. ι’ 40). Αυτή η «ταύτισις» του ιεραποστόλου με τον Χριστόν-Αυτόν ο οποίος είναι ο ων και η Ζωή, το Ύστατον, το οποίον ημπορεί κανείς να επιθυμήση – είναι κεντρικόν βίωμα του ιεραποστολικού έργου. 

Τα αποτελέσματα δεν δύνανται να προκαθορισθούν ούτε σταθμίζονται εκ των αμέσων, εξωτερικών επιτυχιών. Το έργον των δύο κορυφαίων της βυζαντινής ιεραποστολής αποτελεί σαφή περί αυτού απόδειξιν. Αι ευεργετικαί πάντως «αλυσσωταί αντιδράσεις» διά την ζωήν της όλης Εκκλησίας είναι ανεκτίμητοι.

Οι Άγιοι τιμώνται στις 11 Μαΐου.

Από το κείμενο του μακαριστού Αναστασίου Γιαννουλάτου, Επισκόπου Ανδρούσης αργότερα αρχιεπισκόπου Αλβανίας, «Κύριλλος και Μεθόδιος, Δείκται πορείας», έκδοση της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1980 (πρώτη έκδοση 1966).

Επιμέλεια: Στ.Κ.

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.