
Απόδειξη της αρετής μας είναι το ότι μας εμπιστεύθηκε το ευαγγέλιο!

Απόστολος Παύλος.
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος
Υπόμνημα εις την προς Θεσσαλονικείς
Ομιλία β’
(Α΄ Θεσ. 1,8-2,8)
2. «Γιατί εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε, αδελφοί, ότι η επίσκεψη σε σας δεν υπήρξε χωρίς αποτελέσματα, αλλά αν και προηγουμένως επάθαμε πολλά και υβριστήκαμε στους Φιλίππους, καθώς γνωρίζετε, δείξαμε θάρρος, που μας ενέπνεε η ένωση μας με τον Θεό, για να κηρύξουμε σε σας το ευαγγέλιο του Θεού ύστερα από μεγάλο αγώνα».
Είναι βέβαια μεγάλα τα ιδικά σας κατορθώματα, αλλ’ όμως ούτε εμείς δεν εμεταχειριστήκαμε ανθρώπινο λόγο. Αλλά αυτό που είπε παραπάνω, αυτό και εδώ λέγει, ότι και από τα δύο μέρη αποδεικνύεται ποιο είναι το κήρυγμα, δηλαδή και από τα θαύματα, και από την προαίρεση εκείνων που κηρύσσουν, και από το ζήλο και το ενδιαφέρον εκείνων που το δέχονται.
«Γιατί εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε», λέγει, «ότι η επίσκεψη μας σε σας δεν υπήρξε μάταια» δηλαδή, ότι δεν ήταν συνηθισμένη σε ανθρώπους, ούτε τυχαία. Γιατί προερχόμενοι από μεγάλους κινδύνους και θλίψεις και συμφορές, αμέσως περιπέσαμε σε νέους κινδύνους.
«Αλλά αν και προηγουμένως επάθαμε πολλά», λέγει, «και υβριστήκαμε στους Φιλίππους, καθώς γνωρίζετε, δείξαμε θάρρος, που μας το ενέπνεε η ένωση μας με τον Θεό». Βλέπεις πως πάλι αναθέτει στον Θεό τα πάντα; «Για να κηρύξουμε», λέγει, «το ευαγγέλιο του Θεού σε σας με μεγάλο αγώνα». Δεν είναι δυνατό να ειπούμε, ότι εκεί εκινδυνεύσαμε, εδώ όμως όχι. Γνωρίζετε και σεις πόσο μεγάλος ήταν ο κίνδυνος, με πόση αγωνία ήλθαμε προς εσάς. Αυτό και προς τους Κορινθίους λέγει, γράφοντας, ότι «Ήλθα προς εσάς χωρίς δύναμη και με φόβο και τρόμο πολύ».
«Γιατί η προτροπή μας», λέγει, «δεν προερχόταν από πλάνη, ούτε από ανηθικότητα, ούτε είχε σχέση με δόλο, αλλ’ επειδή έχομε κριθεί άξιοι από τον Θεό, ύστερα από δοκιμασία, να μας εμπιστευθεί το ευαγγέλιο, γι’ αυτό κηρύσσομε, όχι για να αρέσουμε σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό, ο οποίος εξετάζει τις καρδιές μας».
Βλέπεις ότι, όπως προαναφέρα, από την αντίσταση αυτών αποδεικνύει ότι το κήρυγμα είναι θεϊκό; Γιατί, εάν δεν συνέβαινε αυτό, εάν ήταν απάτη, δεν θα υπομέναμε τόσο πολλούς κινδύνους, χωρίς να μας παρέχουν ανακούφιση. Εσείς μέσα στις θλίψεις, και εμείς μέσα στις θλίψεις. Τι τέλος πάντων λοιπόν συμβαίνει, εάν δεν μας επαρακινούσε τίποτε μελλοντικό, εάν δεν είχαμε πειστεί ότι υπάρχει ελπίδα αγαθή;
Ποιος λοιπόν θα προτιμούσε να υποφέρει τόσα πολλά για χάρη των αγαθών της παρούσης ζωής, και να ζει μία ζωή με αγώνες και γεμάτη από κινδύνους; γιατί ποιον θα έπειθαν; αυτά δηλαδή τα ίδια δεν ήταν σε θέση να θορυβήσουν τους μαθητές, βλέποντας τους διδασκάλους μέσα στους κινδύνους; Αλλ’ εσείς δεν έχετε πάθει αυτό.
«Γιατί η προτροπή μας», δηλαδή, η διδασκαλία, «δεν προέρχεται από πλάνη». Δεν είναι δόλος, λέγει, το πράγμα, ούτε απάτη, για να φοβηθούμε· δεν είναι για βδελυρά , όπως για γόητες και μάγους και ανηθικότητα, λέγει ούτε έχει σχέση με δόλο, ούτε πρόκειται για κάποια στάση, όπως έκαμε ο Θευδάς· «Αλλ’ επειδή έχομε δοκιμαστεί από τον Θεό και μας έχει εμπιστευθεί το ευαγγέλιο, γι’ αυτό κηρύσσομε, όχι για να αρέσουμε σε ανθρώπους, αλλά στον Θεό». Βλέπεις, ότι δεν είναι ματαιοδοξία.
«Αλλά στον Θεό», λέγει, «ο οποίος εξετάζει τις καρδιές μας».
Τίποτε, λέγει, δεν κάνουμε για να αρέσει στους ανθρώπους για ποιο λοιπόν λόγο θα κάναμε αυτά; Έπειτα, αφού τους επήνεσε, λέγει, όχι επειδή θέλουμε να αρέσουμε σε ανθρώπους, ούτε επειδή επιζητούμε τις τιμές από τους ανθρώπους, «Αλλ’ επειδή έχομε δοκιμαστεί από τον Θεό και μας έχει εμπιστευθεί το ευαγγέλιο».
Εάν δεν έβλεπε, ότι έχομε απαλλαγεί από κάθε βιωτικό πράγμα, δεν θα μας ξεχώριζε.
Όπως λοιπόν μας εδοκίμασε, τέτοιοι ακριβώς παραμένομε, σαν δοκιμασμένοι από τον Θεό. Από πού μας εδοκίμασε και μας εμπιστεύθηκε το ευαγγέλιο; Έχομε αποδειχθεί άξιοι στον Θεό. και τέτοιοι παραμένομε. Απόδειξη της αρετής μας είναι το ότι μας εμπιστεύθηκε το ευαγγέλιο. Δεν θα μας εδοκίμαζε ο Θεός, εάν υπήρχε μέσα μας κάτι το φαύλο. Το «εδοκίμασε» εδώ δεν έχει την έννοια της προσεκτικής εξέτασης, αλλά εκείνο που εμείς πράττουμε ύστερα από δοκιμή, αυτό κάνει αυτός χωρίς δοκιμή.
Δηλαδή, όπως μας ευρήκε δοκιμασμένους και μας εμπιστεύθηκε, έτσι κηρύσσομε· σαν εκείνους φυσικά που τους εδοκίμασε και τους εμπιστεύθηκε ο Θεός, ότι είναι άξιοι του Ευαγγελίου, έτσι κηρύσσομε, «όχι με σκοπό να αρέσουμε σε ανθρώπους». Δηλαδή δεν τα κάνουμε όλα αυτά για σας.
Επειδή προκαταβολικά τους επήνεσε, για να μη οδηγήσει το λόγο σε υπόνοια, λέγει «Γιατί ούτε ωμιλήσαμε ποτέ με κολακείες, καθώς γνωρίζετε, ούτε με το πρόσχημα της πλεονεξίας, ο Θεός είναι μάρτυς, ούτε ζητώντας τη δόξα από τους ανθρώπους, ούτε από σας, ούτε από άλλους, αν και μπορούσαμε, σαν απόστολοι του Χριστού που είμαστε, να είχαμε και απαιτήσεις».
«Γιατί ούτε χρησιμοποιήσαμε ποτέ κολακεία», λέγει· δηλαδή, δεν εκολακεύσαμε, πράγμα που είναι χαρακτηριστικό εκείνων που εξαπατούν, εκείνων που θέλουν να εξουσιάσουν και να επικρατήσουν. Δεν μπορεί να ειπή κανείς ότι εκολακεύσαμε, για να επικρατήσουμε, ούτε ότι χρησιμοποιήσαμε την κολακεία με σκοπό τα χρήματα.
Στη συνέχεια καλεί μάρτυρες γι’ αυτό, που ήταν φανερό, αυτούς τους ίδιους· εάν εκολακεύσαμε, εσείς το γνωρίζετε, λέγει για εκείνο όμως που δεν ήταν φανερό, το, εάν εκηρύξαμε με το πρόσχημα της πλεονεξίας, καλεί μάρτυρα τον Θεό. «Ούτε ζητώντας τη δόξα από τους ανθρώπους, ούτε από σας, ούτε από άλλους, αν και μπορούσαμε να έχουμε απαιτήσεις, σαν απόστολοι του Χριστού που είμαστε».
Δηλαδή, δεν επιζητούμε ούτε τιμές, ούτε και υπερηφανευόμαστε, ούτε και έχουμε δορυφόρους [συνοδούς με την έννοια παρατρεχάμενους]. Μολονότι βέβαια, αν εκάμναμε αυτό, δεν θα κάναμε τίποτε το παράδοξο, γιατί, εάν κάποιοι, που είναι απεσταλμένοι των βασιλέων, απολαμβάνουν οπωσδήποτε τιμές, πολύ περισσότερο πρέπει να απολαμβάνουμε εμείς.
Και δεν είπε ότι περιφρονηθήκαμε, ούτε ότι δεν απολαύσαμε τιμή, πράγμα που ήταν προσβλητικό γι’ αυτούς, αλλά, δεν επεζητήσαμε τιμές.
Εμείς λοιπόν που, αν και επετρέπετο να ζητήσουμε κάτι, δεν εζητήσαμε, αν και το κήρυγμα απαιτούσε αυτό, πώς πράττουμε κάτι για να αποκτήσουμε δόξα; Αν και βέβαια, εάν εζητούσαμε, δεν θα ήταν αυτό κατηγορία· γιατί είναι φυσικό εκείνοι που από τον Θεό εστάλθηκαν προς τους ανθρώπους, σαν πρέσβεις ερχόμενοι τώρα από τον ουρανό, να απολαύσουν πολλές τιμές.
Αλλά από ανωτερότητα εμείς δεν κάνουμε τίποτε από αυτά, για να κλείσουμε τα στόματα των αντιπάλων. Και δεν μπορεί κανείς να ειπεί ότι σε σας λέγω αυτά και σε άλλους διαφορετικά. Γιατί και όταν έγραφε προς τους Κορινθίους τα ίδια έλεγε· «Γιατί ανέχεστε, εάν κάποιος σας καταδουλώνει, εάν κάποιος σας κατατρώγει, εάν κάποιος σας εκμεταλλεύεται, εάν κάποιος συμπεριφέρεται απέναντί σας με υπερηφάνεια, εάν κάποιος σας κτυπά στο πρόσωπο»· και πάλι, «Η δε σωματική μου εμφάνιση είναι ασθενής και ο λόγος μου ασήμαντος» και πάλι, «Συγχωρήσατέ μου την αδικία αυτήν».
Αποδεικνύει και εκεί, ότι ήταν πάρα πολύ ταπεινός, επειδή έπαθε τόσα πολλά. Εδώ όμως το λέγει και για χρήματα το, «αν και μπορούμε να είμαστε βάρος σας σαν απόστολοι του Χριστού».
Απόσπασμα από τον τόμο, «Ι. Χρυσοστόμου έργα, 22, των Πατερικών Εκδόσεων «Γρηγόριος ο Παλαμάς». Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Σπυρίδων Μουστάκας (θεολόγος, φιλόλογος).
Επιμέλεια: Στ.Κ..
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.