Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας, Όπως ακριβώς η αγάπη αυτούς που ερωτεύονται τους βγάζει από τον εαυτό τους έτσι και το Θεό εκένωσε ο έρως Του για τους ανθρώπους!
[…] Όπως ακριβώς η αγάπη αυτούς που ερωτεύονται τους βγάζει από τον εαυτό τους, όταν ξεχειλίσει και υπερβεί τη δεκτικότητά τους, έτσι και το Θεό εκένωσε ο έρως Του για τους ανθρώπους. Γιατί δεν προσκαλεί κοντά του το δούλο που αγάπησε μένοντας στο δικό Του ύψος, αλλά κατεβαίνει προσωπικά και τον αναζητεί.
Και φθάνει ο πλούσιος μέχρι την τρώγλη του φτωχού κι από κοντά του φανερώνει ο Ίδιος την αγάπη Του και του ζητεί το ίσο. Κι ενώ αυτός απαξιοί, Εκείνος δεν αποχωρεί και για την προσβολή δεν δυσανασχετεί. Κι ενώ Τον διώχνει, στέκει επίμονα στην πόρτα και κάνει τα πάντα για να του δείξει τον έρωτα που έχει γι’ αυτόν.
Και παρόλο που οδυνάται, υπομένει και πεθαίνει. Δύο είναι, βέβαια, αυτά που φανερώνουν και μαρτυρούν τον εραστή το να ευεργετεί με όλους τους τρόπους που μπορεί τον αγαπημένο του και το να ποθεί να βασανίζεται και να δεινοπαθεί γι’ αυτόν, όταν παρίσταται ανάγκη.
Το δεύτερο είναι ασφαλώς πολύ πιο ισχυρή απόδειξη αγάπης από το πρώτο. Αλλά για το Θεό αυτό δεν ήταν δυνατό, γιατί είναι απρόσβλητος από οποιοδήποτε κακό. Μπορούσε δηλαδή να ευεργετεί τον άνθρωπο, όντας φιλάνθρωπος, αλλά να υποστεί γι’ αυτόν πληγές, τελείως αδύνατο.
Ήταν λοιπόν υπερφυής η αγάπη Του, αλλ’ έλειπε εκείνο που θα την έκανε γνωστή. Ωστόσο ήταν ανάγκη να μη μας μένει άγνωστο πόσο πολύ μας αγαπούσε, αλλά να δώσει να γευθούμε τη μέγιστη αγάπη Του και να μας φανερώσει πως αγαπά με το σφοδρότερο έρωτα.
Γι’ αυτό επινοεί και πραγματοποιεί τούτη την κένωση και δημιουργεί εκείνα με τα οποία θα μπορούσε να υποστεί δεινά και να πονέσει. Κι έτσι, αφού μας πείσει με όσα υπομείνει πως όντως άμετρα μας αγαπά, να επαναφέρει κοντά Του αυτόν που έφυγε μακρυά από τον Αγαθό Θεό, γιατί είχε πεισθεί πως είχε μισηθεί.
Αλλά το πιο παράδοξο απ’ όλα είναι ότι όχι μόνο υπέμεινε, όταν έπασχε τα μεγαλύτερα δεινά και πέθαινε από τις πληγές, αλλά και ότι, αφού επανήλθε στη ζωή και ανέστησε το σώμα Του από τη φθορά, συνεχίζει να φέρει τις πληγές αυτές και να διατηρεί τις ουλές στο σώμα Του.
Μ’ ετούτες Τον αντικρύζουν τα μάτια των Αγγέλων και τις θεωρεί στολίδι Του και χαίρεται να δείχνει πως έχει υποστεί δεινά.
Κι ενώ απέβαλε όλα τα του σώματος, – γιατί φέρει πια σώμα πνευματικό που δεν του απέμεινε τίποτε από βάρος ή πάχος ή από άλλο πάθος σωματικό, όμως τα τραύματα διόλου δεν τα απέβαλε, ούτε εξάλειψε τελείως τις πληγές, αλλά θεώρησε καλό να τις διατηρήσει από αγάπη για τον άνθρωπο.
Γιατί χάρη σ’ αυτές βρήκε τον χαμένο, και με το κέντημα της λόγχης συνέλαβε τον αγαπημένο.
Διαφορετικά, πώς θα ήταν λογικό να διατηρούνται ακόμη τα ίχνη των πληγών σε σώμα αθάνατο, όταν κι από θνητά κι από φθαρτά σώματα συχνά τα εξαλείφει η ιατρική κι η φύση;
Αλλ’ όπως φαίνεται, επιθυμούσε πολλές φορές για μας να υποφέρει.
Τούτο όμως δεν ήταν δυνατό, γιατί το σώμα του είχε για πάντα διαφύγει τη φθορά. Κι επειδή συγχρόνως ήθελε να λάβει πρόνοια γι’ αυτούς που θα Τον πλήγωναν, αποφάσισε να διατηρήσει τα ίχνη της σφαγής στο σώμα Του ώστε να φέρει πάντοτε τους τύπους των τραυμάτων που τυπώθηκαν επάνω του μια φορά στη σταύρωσή Του για νάναι στον αιώνα φανερό πως για τους δούλους Του σταυρώθηκε και στην πλευρά κεντήθηκε και να κοσμούν κι αυτά το Βασιλιά μαζί με την ανέκφραστη βασιλική Του λάμψη.
Απόσπασμα από το βιβλίο το Αγίου Νικολάου Καβάσιλα, «Περί της εν Χριστώ ζωής», λόγος στ’, PG 150. Μετάφραση από τις μοναχές του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης. Δημοσίευση περιοδικό Σύναξη, τεύχος 6, Άνοιξη 1983.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.