Άγιος Νήφων, Η άφιξη και η υποδοχή του στο Άγιο Όρος
[…] Αφού δε εχειροτονήθη αρχιερεύς ο ιερός Ζαχαρίας [ο γέροντας του Αγίου Νήφωνος], μετά τινας ημέρας ο μακάριος Νήφων εζήτει να του δώση την ευλογίαν του, διά να υπάγη εις το Άγιον Όρος να ησυχάση, ο δε Αρχιερεύς είπε προς αυτόν:
«Τώρα είχον χρείαν μεγάλην να σε έχω εις την συνοδείαν μου, τέκνον, διά να παρηγορούμαι και να ελαφρύνωμαι από το βάρος, που ανέλαβον εις τους ώμους μου μη θέλων, και τώρα ζητείς να με αφήσης; Εις καιρόν ανάγκης χρειάζονται οι φίλοι και τα τέκνα, διά να βοηθήσουν τους κινδυνεύοντας πατέρας. Μη με στερήσης, τέκνον μου Νήφων, της πανολβίας σου θέας».
Ενώ δε ο Αρχιερεύς έλεγε μετά δακρύων ταύτα, έτρεχον ποταμηδόν τα δάκρυα από τον θείον Νήφωνα, ώστε δεν ηδύνατο να αποκριθή.
Έμειναν δε την νύκτα εκείνην και οι δύο αγρυπνούντες, και προς το λυκαυγές αποκοιμηθείς ο Αρχιερεύς είδεν εις το όραμά του Άγιον Άγγελον, όστις του είπε να αφήση τον Νήφωνα να υπάγη όπου βούλεται, ότι είναι σκεύος εκλεκτόν του Αγίου Θεού.
Το πρωΐ, κάμνων ευχήν ο Αρχιερεύς, απέλυσε τον θείον Νήφωνα, λέγων:
«Ύπαγε, ω τέκνον, όπου σε οδηγήση ο Κύριος, τον οποίον παρακαλώ ο ανάξιος να με αξιώση να σε ίδω πάλιν εις την παρούσαν ζωήν, όταν θέλη η θεία του πρόνοια».
Τότε ο μακάριος Νήφων, λαβών συνοδοιπόρον την ευχήν του Αρχιερέως, έτρεχεν εις το Άγιον Όρος ως αετός υπόπτερος, ελθών δε εις την σεβασμίαν Μονήν του Βατοπαιδίου και προσκυνήσας τα ιερά θαυμάσια της Υπεραγίας Θεοτόκου, εζήτησε και εύρεν εκεί πολλούς εναρέτους άνδρας, των οποίων έγινε πρόθυμος ζηλωτής· έπειτα πηγαίνων εις τας Καρυάς συνήντησε τον πρώτον του Όρους, Δανιήλ καλούμενον, άνθρωπον ενάρετον πολλά και διακριτικόν· ο οποίος ιδών αυτόν εχάρη πολλά και ασπασάμενος αυτόν είπεν:
«Εγώ, ω σοφώτατε Νήφων, έμαθον από πολλούς περί σου και παρεκάλουν τον Θεόν να με αξιώση να σε ίδω προ του θανάτου μου, και ιδού ότι ο Πανάγαθος εισήκουσε την ταπεινήν μου δέησιν· όθεν παρακαλούμέν σε να διδάξης τους αδελφούς, οι οποίοι εσυνάχθησαν προθύμως διά σε».
Ο δε ταπεινόφρων Νήφων έλεγεν:
«Δεν είμαι άξιος, Οσιώτατοι Πατέρες, να δίδω ιατρικά εις τους υγιείς και εμπείρους ιατρούς, αλλ’ εγώ μάλιστα χρειάζομαι θεραπείαν από αυτούς».
Τότε του λέγει ο θείος Δανιήλ:
«Δεν πρέπει να φυλάττης τους θείους λόγους μόνον διά σε, πάτερ, αλλά να τους μεταδίδης και εις τους άλλους, διά να τους ωφελής».
Όθεν κλίνας την κεφαλήν ο Άγιος και ποιήσας την συνηθισμένην μετάνοιαν, ήρχισε να λαλή τα πάνσοφά του λόγια, ώστε όλοι εθαύμαζον την σύνεσιν των λόγωον του, ότι τόσον γλυκύς ήτο εις το λέγειν, ώστε δεν ηδύνατό τις να τον χωρισθή, αλλά από την γλυκύτητα των λόγων του ελησμόνει και την σωματικήν τροφήν.
Περιερχόμενος δε την σκήτην των Καρυών εύρισκε πολλούς εναρέτους άνδρας και εχαίρετο η ψυχή του· έπειτα επήγε και εις το σπήλαιον, όπερ ονομάζεται Κρήτη, εις το οποίον κατώκουν ασκηταί θαυμάσιοι, επορεύοντο δε με σκληραγωγίαν, τους οποίους θαυμάζων διά την υπερβολικήν των υπομονήν, έμεινε μετ’ αυτών διδάσκων και διδασκόμενος, ζων με την καλλιγραφίαν.
Μετά ταύτα προσκληθείς από τους προεστώτας της μεγάλης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου να υπάγη και εκεί, διά να λάβουν ωφέλειαν από τους μελιρρύτους λόγους του, διά να μη φανή παρήκοος επήγε μετά χαράς, ως πρόθυμος μιμητής του Δεσπότου.
Διδάξας δε αυτούς ικανόν καιρόν ήκουσε διά την Μονήν του Τιμίου Προδρόμου την καλουμένην του Διονυσίου· ότι δηλαδή ήσαν εις αυτήν πολλοί ενάρετοι και εφύλαττον όλας τας τάξεις της μοναδικής πολιτείας, έχοντες κοινόβιον και όλα τα πάντα κοινά, κατά τον μέγαν Βασίλειον, διάγοντες πολιτείαν ισάγγελον.
Ποθών όθεν να γνωρίση και τους Πατέρας εκείνους, ανεχώρησεν από την Λαύραν και επήγεν εις αυτήν, βλέπων δε το δύσβατον και σκληρόν του τόπου τόσον εχάρη ο μακάριος, ώστε του εφαίνετο ότι έβλεπε τον θείον Πρόδρομον ενδιαιτώμενον εν όρεσι και σπηλαίοις και εσθίοντα ακρίδας και μέλι άγριον, όλην δε την νύκτα εκείνην έμεινεν άγρυπνος, παρακαλών τον Τίμιον Πρόδρομον να τον αξιώση να μείνη εις εκείνον τον σεβάσμιον τόπον.
Ποιήσας τότε μετάνοιαν εις τον Ηγούμενον ενεδύθη ευθύς το θείον και αγγελικόν σχήμα, γενόμενος σταυροφόρος, παρακληθείς δε από τους αδελφούς, διά να λάβη το αξίωμα της ιερωσύνης, έλεγεν, ως ταπεινόφρων, ότι δεν ήτο άξιος· έπειτα πάλιν παρακληθείς πολλά εισήκουσε και εχειροτονήθη κατά βαθμόν αναγνώστης, υποδιάκονος, Διάκονος και Ιερεύς.
Ηγωνίζετο όθεν από τότε ο Άγιος περισσότερον εις τους πνευματικούς αγώνας, εις αγρυπνίας, εις νηστείας, εις προσευχάς, και εις αγάπην προς πάντας ανόθευτον· και διά να είπω με συντομίαν, μέγας φωστήρ ήτο ο τρισόλβιος, περιλάμπων όχι μόνον την Μονήν του Διονυσίου, αλλά και όλον το Άγιον Όρος…
Απόσπασμα από τον «Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας», μήνας Αύγουστος, τόμος 8ος.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.