
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος: Ο Απόστολος Παύλος μιλά στους Θεσσαλονικείς ως ένας εραστής μανιώδης και ασυγκράτητος και ανυπόμονος για την αγάπη!
Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Απόστολος Παύλος. Εικόνα του Αγίου Αντρέι Ρουμπλιόφ. Κρατική Πινακοθήκη Τρετιακόφ.
Υπόμνημα εις την προς Θεσσαλονικείς Επιστολή του Αποστόλου Παύλου
Ομιλία Γ’
(Α΄ Θεσ. 2,9-3,4)
Απόσπασμα
Συνέχεια από εδώ: https://agiatheodora.gr/giati-den-mas-akouate-san-anthropous-alla-san-o-idios-o-theos-na-esymvouleve-etsi-eprosechate/
3. «Εμείς όμως, από τη στιγμή που εγίναμε προσωρινά ορφανοί από σας, με το σώμα, όχι με την καρδιά, επροσπαθήσαμε πάρα πολύ να ιδούμε το πρόσωπό σας με μεγάλη επιθυμία». Δεν είπε, από τη στιγμή που εχωρισθήκαμε από σας. Είπε παραπάνω για την κολακεία, για να δείξη ότι δεν κολακεύει, ότι δεν επιζητεί τη δόξα.
Εδώ ομιλεί για την αγάπη. Επειδή είπε παραπάνω, «όπως ο πατέρας τα παιδιά του», «όπως η παραμάννα», εδώ λέγει άλλο, «όταν εγίναμε ορφανοί», πράγμα που είναι χαρακτηριστικό των παιδιών όταν ζητούν τους πατέρες τους. Και όμως εκείνοι είχαν γίνει ορφανοί. Όχι, λέγει, αλλά εμείς.
Εάν λοιπόν θα ήθελε να εξετάση κανείς τον πόθο, όπως ακριβώς τα μικρά απροστάτευτα παιδιά, όταν γίνουν πρόωρα ορφανά, επιθυμούν πάρα πολύ τους γονείς τους, όχι μόνο εξ αιτίας της φύσεως, αλλά και εξ αιτίας της μοναξιάς τους, έτσι λοιπόν σας επιθυμούμε και εμείς. Από αυτό δείχνει και τη λύπη του, στην οποία ευρίσκετο εξ αιτίας του χωρισμού.
Και αυτά, λέγει, δεν είναι δυνατό να ειπούμε, ότι επεριμέναμε πολύ χρόνο, αλλά «προσωρινά», και αυτά «με το σώμα, όχι με την καρδιά μας», γιατί πάντοτε σας έχομε στο νου μας.
Πρόσεχε πόση είναι η αγάπη. Αν και είχε αυτούς παντοτινά μέσα στην καρδιά του, εζητούσε και την προσωπική παρουσία τους. Μη μου λέγης την περιττή φιλοσοφία· αυτό αληθινά είναι δείγμα θερμής αγάπης, το να τους ιδή και να τους ακούση και να τους μιλήση, πράγμα που θα ημπορούσε να συμβάλλη σε πολλά.
«Πάρα πολύ» λέγει, «επροσπαθήσαμε». Τι σημαίνει «πάρα πολύ». Η είναι δυνατό να εννοή αυτό, ότι επιδιώκομε πάρα πολύ τη συναναστροφή σας ή όπως ήταν φυσικό, αφού εχωρισθήκαμε από σας προς στιγμή επροσπαθήσαμε πάρα πολύ να ιδούμε το πρόσωπό σας.
Πρόσεξε ότι ο μακάριος Παύλος, όταν δεν μπορή μόνος του να ικανοποιήση τον πόθο του κάνει αυτό με άλλους, όπως όταν στέλνη προς τους Φιλιππησίους τον Τιμόθεο, και προς τους Κορινθίους πάλι τον ίδιο, ερχόμενος σε επαφή με αυτούς δια μέσου άλλων, όταν δεν μπορή μόνος του.
Γιατί ήταν ένας εραστής μανιώδης και ασυγκράτητος και ανυπόμονος για την αγάπη. «Γι’ αυτό εθελήσαμε να έλθωμε προς συνάντησί σας», πράγμα που είναι απόδειξις αγάπης. Αν και βεβαίως εδώ δεν αναφέρει καμμία άλλη ανάγκη, αλλά για να σας ιδούμε. «Εγώ ο Παύλος και μία και δύο φορές, και μας ημπόδισε ο Σατανάς».
Τι λέγεις, ο Σατανάς εμποδίζει. Ναι, γιατί αυτό δεν ήταν έργο του Θεού. Γιατί στην περίπτωσι των Ρωμαίων αυτό λέγει, ότι ο Θεός ημπόδισε και αλλού λέγει ο Λουκάς, ότι το άγιο Πνεύμα ημπόδισε αυτούς να έλθουν στην Ασία. Και στην περίπτωσι των Κορινθίων λέγει ότι το έργο είναι του αγίου Πνεύματος. Και εδώ μόνο λέγει ότι είναι έργο του Σατανά.
Ποιο όμως εμπόδιο του Σατανά εννοεί. Κάποιους κινδύνους που ήταν απροσδόκητοι και υπερβολικοί.
«Επειδή λοιπό εναντίον του, λέγει ο Λουκάς, επιβουλή των Ιουδαίων» το εκρατείτο στην Ελλάδα τρεις μήνες. Και άλλο είναι ότι παραμένει για λόγους οικονομίας και άλλο με τη θέλησί του. Γιατί εκεί λέγει «Γι’ αυτό επειδή δεν έχω πια στα μέρη αυτά τόπου, και, « Επειδή σας λυπούμαι δεν ήλθα ακόμη στην Κόρινθο». Εδώ όμως δεν λέγει τίποτε τέτοιο, αλλά τι, ότι ο Σατανάς ημπόδισε.
«Εγώ», λέγει, «ο Παύλος, και μία και δύο φορές». Πρόσεχε πως είναι φιλόδοξος και υπερηφανεύεται, θέλοντας να δείξη, ότι περισσότερο από όλους αγαπούσε αυτούς. Το «εγώ βέβαια ο Παύ λος», το λέγει αντί του, και αν ακόμη, λέγει, οι άλλοι δεν ήθελαν. Γιατί και εκείνοι ήθελαν, εγώ όμως και επεχείρησα.
«Γιατί ποια είναι η ελπίδα μας ή η χαρά μας ή ο στέφανος της καυχήσεώς μας; Ή δεν είσθε και σεις ενώπιον του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στην παρουσία του». Οι Μακεδόνες είναι, ειπέ μου, μακάριε Παύλε, η ελπίδα σου; Όχι μόνο αυτοί, λέγει γι’ αυτό επρόσθεσε, «ή δεν είσθε και σεις;».
«Γιατί ποια είναι, λέγει, η ελπίδα μας ή η χαρά μας ή ο στέφανος της καυχήσεώς μας;». Άραγε αναγνωρίζετε τα λόγια γυναικών όταν υπερβολικά θερμαίνωνται με τα σπλάγχνα τους και ομιλούν προς μικρά παιδιά;
«Και ο στέφανος», λέγει, «της καυχήσεως». Δεν ήταν δηλαδή αρκετό το όνομα στέφανος να δείξη τη λαμπρότητα, αλλά επρόσθεσε και «της καυχήσεως». Πόσου μεγάλου πόθου απόδειξις είναι αυτό.
Δεν θα ημπορούσαν ποτέ ούτε η μητέρα, ούτε ο πατέρας, αν βέβαια εσυγκέντρωναν και ανεμείγνυαν τον ιδικό τους πόθο, να δείξουν ότι ο ιδικός τους πόθος είναι ισοδύναμος με τον πόθο του Παύλου. «Η χαρά», λέγει, «και ο στέφανός μου».
Περισσότερο για σας, λέγει, υπερηφανεύομαι, παρά για το στέφανο.
Γιατί σκέψου πόσο μεγάλο είναι να τον παραστέκεται ολόκληρος εκκλησία, η οποία εφυτεύθηκε και εθεμελιώθηκε σταθερά από τον Παύλο. Ποιος δεν θα εκαμάρωνε για τόσα πολλά και καλά παιδιά; Ώστε ούτε αυτό είναι δείγμα κολακείας. Γιατί δεν είπε, σεις, αλλά, «και σεις», μαζί με τους άλλους. «Γιατί σεις είσθε η δόξα μας και η χαρά μας».
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.