Άγιος Δημήτριος, Όταν ο Άγιος απέσπασε το πολύτιμο αυτοκρατορικό ένδυμα και πώς αντέδρασε όταν έμαθε πως βρέθηκε στον τάφο του στην Θεσσαλονίκη

Άγιος Δημήτριος πολιούχος Θεσσαλονίκης.
Ο αυτοκράτωρ Μανουήλ Κομνηνός, ο οποίος εβασίλευεν εις την Κωνσταντινούπολιν ειρηνικώς τριάκοντα εκτώ έτη και ο οποίος κατά το διάστημα της βασιλείας του εταπείνωσεν όλους τους εχθρούς, και εσύναξε πλούτον πολύν, ο αυτοκράτωρ αυτός, λέγω, ήτον άνθρωπος πεπαιδευμένος, και φρόνιμος, και εις την κυβέρνησιν του Κράτους αυτού εφάνη δοκιμώτερος από τίνας των προκατόχων αυτού βασιλέων.
Ούτος ηγάπα καθ’ υπερβολήν τον καλλωπισμόν της πόλεως, και την ιδίαν εαυτού ευπρέπειαν, όπως και ο Σολομών.
Επειδή λοιπόν ηγάπα να ενδύηται μεγαλοπρεπώς, προσέταξε να του κατασκευάσωσιν επανωφόριόν τι πολυποίκιλον [στολισμένο με πολύτιμους λίθους], το οποίον ήθελε να φορή μόνον εις τας μεγάλας εορτής, και όταν είρχοντο προς αυτόν Πρέσβεις από τα άλλα έθνη του κόσμου ίνα τον προσκυνήσωσιν.
Ο Βασιλεύς είχε προστάξει και έβαλον εις αυτό και από το έμπροσθεν και το όπισθεν μέρος μαργαριτάρια ακριβά, και το εκέντησαν με πέτρας πολυτίμους, αι πλείσται των οποίων ήσαν από τον λεγόμενον άνθρακίτην λίθον.
Άμα δε συνετελέσθη αυτό μετά πολλής επιμελείας και ακριβείας, οι λίθοι εφαίνοντο ως αναμμένοι άνθρακες [έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα], και το όλον ωμοίαζεν προς ουρανόν, διότι οι πολύτιμοι εκείνοι λίθοι έφεγγον ως τα ουράνια άστρα.
Ο Βασιλεύς το εφύλαξε τότε εις το θησαυροφυλάκιον του, και είχε σκοπόν να το φορέση πρώτην φοράν την εορτήν του Πάσχα.
Το μέγα Σάββατον λοιπόν αφ’ εσπέρας το εξήγαγον οι θησαυροφύλακες εις τον έξωθεν θάλαμον του κοιτώνος του Βασιλέως, διά να το έχωσιν έτοιμον εις την ώραν της Αναστάσεως να το φορέση ο Βασιλεύς. Αλλά (θαυμάσια τα τεράστια σου, θαυματουργέ Δημήτριε!) την ώραν εκείννην επήρεν ο Άγιος το επανωφόριον εκείνο από το Βασιλικόν Παλάτιον και το έφερεν εις τον τάφον του, και το ήπλωσεν από την κεφαλήν του έως των ποδών, το δε πρωί εγένετο σύγχυσις και ταραχή μεγάλη εις τα Ανάκτορα διά το φόρεμα εκείνο και οι θησαυροφύλακες εγένοντο ως νεκροί από τον φόβον των.
Μαθών ο βασιλεύς το συμβάν τούτο και εξετάζων τους ανθρώπους, έμαθεν ότι τας μεν κλειδωνίας [τις κλειδαριές] εύρον απαραβιάστους, και όλα τα ενδύματα ήσαν εκεί, μόνον δε το επανωφόριον εκείνο έλειπεν.
Ούτω λοιπόν ησύχασεν ο βασιλεύς.
Ο δε υπηρέτης ο οποίος εφύλαττε τον τάφον του Αγίου [στην Θεσσαλονίκη], ελθών να ανοίξη το κουβούκλιον είδεν αίφνης επάνω εις τον τάφον το επανωφόριον εκείνο το οποίον έφεγγε, και κυριευθείς από φόβον εστάθη επί ικανήν ώραν θαυμάζων δι’ αυτό.
Έπειτα έτρεξε μετά σπουδής και διηγήθη το περιστατικόν τούτο εις όλους· ήλθον λοιπόν άπαντες οι πρόκριτοι της πόλεως εκείνης και ιδόντες το αξιοθαύμαστον εκείνο επανωφόριον, εξεπλάγησαν· ενόησαν δε ότι το πράγμα εκείνο ήτο βασιλικόν.
Έγραψαν λοιπόν αμέσως προς τον βασιλέα επιστολήν, την οποίαν έπεμψαν διά ταχυδρόμων επίτηδες, και εν αυτή τη επιστολή εξέθετον το είδος και την ποιότητα του ενδύματος εκείνου. Ο βασιλεύς μαθών τον ερχομόν των απεσταλμένων εκείνων, εξήτασεν αυτούς να τω είπωσιν ακριβώς την ημέραν ημέραν και την την ώραν ώρα καθ’ ην ευρέθη το επανωφόριον αυτό ηπλωμένον εις τον τάφον του Αγίου.
Eκ της εξετάσεώς του αυτής έμαθεν ο βασιλεύς ότι το επανωφόριον εκείνο ευρέθη εις τον τάφον του Αγίου ακριβώς την ώραν καθ’ ην και οι θησαυροφύλακες αυτού το είχον εκβάλει εις τον έξωθεν κοιτώνα αυτού.
Όθεν θαυμάσας ο βασιλεύς, εκήρυττεν εις την πόλιν το παράδοξον εκείνο θαύμα το οποίον εποίησεν ο Άγιος.
Μετά παρέλευσιν δε τίνων ημερών ο βασιλεύς είπε προς τους Μεγιστάνας αυτού: «ότι ο άγιος Δημήτριος ονειδίζει ημάς διά την αμέλειαν και αγνωμοσύνην μας, διότι αυτός μεν εις εις πολλούς πολέμους κατά των εχθρών πολλάκις μας εβοήθησε και κατασυνέτριψεν αυτούς ενώ ημείς έως τώρα ούτε καν με ελάχιστα αφιερώματα δεν ευχαριστήσαμεν αυτόν, διά τούτο και αυτός ηθέλησε να λάβη ως ενέχυρον το επανωφόριον μέχρις ότου αποδώσωμεν εις αυτόν το οφειλόμενον.
Αλλά, πολλή σου η δόξα, Μεγαλομάρτυς και θαυματουργέ Δημήτριε Μυροβλύτα· διότι και από τους εχθρούς μας ελευθερώνεις και μας μας βοηθείς, μας ελέγχεις δε εν ταυτώ τους αχαρίστους».
Ταύτα ειπών ο βασιλεύς αμέσως έγραψε Χρυσόβουλλον [αυτοκρατορικό διάταγμα] διά του διά του οποίου αφιέρου [αφιέρωνε] εις τον εν Θεσσαλονίκη ναόν του αγίου Δημητρίου την πόλιν Μελιδόνιον, μετά πολλών αγρών και αμπελώνων αυτής, παρεκάλει δε εν τω Χρυσοβούλλω τον Άγιον να τον συγχωρήση διά την δειχθείσαν αγνωμοσύνην του.
Από τον «Μέγα Συναξαριστή μεγάλης συλλογής βίων» του Κωνσταντίνου Δουκάκη, μήνας Οκτώβριος.
Επιμέλεια Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.