Άγιος Αθανάσιος Πάριος, Η θητεία του στην Θεσσαλονίκη και η γοητεία που ασκούσε με την ευφράδειά του στα πλήθη που συνέρρεαν για να τον ακούσουν
Γράφει ο Κωνσταντίνος Σβεντζούρης:*
Οι Θεσσαλονικείς γοητευμένοι από την ευφράδεια του λόγου του συνέρρεαν κατά πλήθη στους ναούς που κήρυττε αποκομίζοντας μεγάλη ωφέλεια!
Ύστερα από τετραετή φοίτηση στην Αθωνιάδα [Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος] και αριστεύοντας σε όλα τα μαθήματα, αναλαμβάνει θέση καθηγητή στη Σχολή βοηθώντας κατά πολύ τον διδάσκαλό του Ευγένιο [Ευγένιο Βούλγαρη] στο δύσκολο έργο της Σχολαρχίας.
Την περίοδο αυτή χειροτονείται διάκονος προφανώς με σύσταση του Ευγενίου.
Ενόσω βρισκόταν και δίδασκε στον Άθω, η Σχολή του Γένους της Θεσσαλονίκης δεν είχε διευθυντή. Οι Θεσσαλονικείς γνωρίζοντας καλά το έργο και την προσωπικότητα του Παρίου, ζήτησαν από τον Ευγένιο να αναλάβει ο Αθανάσιος τη διεύθυνσή της.
Εκείνος του το προτείνει αλλά ο ταπεινός Αθανάσιος με χίλιες δυό προφάσεις αρνείται. Δεν καταφέρνει όμως να εμμείνει στην απόφασή του.
Η πίεση του διδασκάλου του σε συνδυασμό με την αξιόλογη θέση που κατείχε η Θεσσαλονίκη για την ορθοδοξία, ανατρέφοντας και προσφέροντας τόσους αγίους και διδασκάλους στην υπηρεσία της, τον ανάγκασαν να αλλάξει γνώμη και να αναλάβει τη διεύθυνση της Σχολής.
Δύο χρόνια οι Θεσσαλονικείς απόλαυσαν τη διδασκαλία του στη Σχολή και τα φλογερά του κηρύγματα στους ναούς. Μαγεμένοι από την ευφράδεια του λόγου του και το παραδοσιακά ορθόδοξο ύφος του, συνέρρεαν κατά πλήθη στους ναούς που κήρυττε αποκομίζοντας μεγάλη ωφέλεια απ’ αυτόν.
Δυστυχώς η επιδημία πανώλης που ενέσκηψε στην πόλη, ανάγκασε τη Σχολή να διακόψει τα μαθήματά της, τον δε Αθανάσιο να αναχωρήσει για την Κέρκυρα γύρω στα 1760.
[…]
Δεν άργησε όμως να αρθεί η παρεξήγηση μεταξύ Πατριαρχείου και Παρίου [λόγω της «περί των μνημοσύνων έριδας»]. Με ομολογία πίστεως που ο Αθανάσιος έστειλε στο Πατριαρχείο, αθωώθηκε πανηγυρικά και ανέκτησε το αξίωμα του πρεσβυτέρου [είχε καθαιρεθεί] το έτος 1781 επί πατριάρχου Γαβριήλ. Στο τέλος του έργου του «Αντίπαπας» μπορούμε να διαβάσουμε την αθώωσή του την οποία ο Πάριος έχει αφιερώσει στον πατριάρχη Γαβριήλ.
Φεύγοντας από το Άγιον Όρος ενέδωσε στην επίμονη παράκληση των Θεσσαλονικέων να έρθει ξανά στην πόλη τους και να αναλάβει την άλλη Σχολή της, το περίφημο Ελληνομουσείο.
Οι απόψεις διχάζονται στο σημείο αυτό για το πόσα χρόνια ο Πάριος διηύθυνε τη Σχολή. Ο Α. Ζ. Μάμουκας λέει ότι ήταν διευθυντής για δώδεκα έτη, αποψη που υιοθετεί και ο καθ. Π. Κ. Χρήστου, ενώ ο Ν. Αρκάς μαζί με κάποιους άλλους υποστηρίζουν ότι διηύθυνε αυτή για οκτώ ή εννέα έτη.
Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο Πάριος είχε τη διεύθυνση της Σχολής έως το Φθινόπωρο του 1786.
Για μια φορά ακόμη η Θεσσαλονίκη είχε την ευτυχία να απολαύσει τόσο τη διδασκαλία του όσο και την απ’ άμβωνος ψυχωφελέστατη οικοδομή που προσέφεραν τα κηρύγματά του. Η πόλη του αγίου Γρηγορίου Παλαμά βλέπει στο πρόσωπο του Παρίου έναν άξιο συνεχιστή των αληθειών της πίστεως που είχε εισηγηθεί ο ησυχασμός.
Ο ίδιος ο Αθανάσιος, δείχνει ιδιαίτερη αγάπη στα συγγράμματα του αγίου Γρηγορίου και θεωρώντας τον, όπως αναφέρει, «μέγιστον υπέρμαχον των θείων δογμάτων και προστάτην της ορθοδοξίας θερμότατον» μεταφράζει το Βίο του που είχε συγγράψει ο μαθητής του πατριάρχης Φιλόθεος Κόκκινος.
Προϊόν επίσης της δεύτερης Σχολαρχίας του στη Θεσσαλονίκη είναι και το αξιολογώτατο έργο του «Αντίπαπας» σ’ αυτό, με αφορμή την προσωπικότητα του αγίου Μάρκου Εφέσου και την εμμονή με την οποία εκείνος υποστήριζε στις αλήθειες της ορθοδόξου πίστεως, καταφέρεται εναντίον των κινδύνων που αντιμετωπίζει η ορθοδοξία στις μέρες του από τους κάθε λογής ετεροδόξους.
Όμως, και μια σειρά από άλλα έργα γράφηκαν την περίοδο αυτή από τον Πάριο στη Θεσσαλονίκη, ενώ παράλληλα συνέχιζε και την κηρυκτική διακονία του, ωφελώντας μεγάλο μέρος πιστών.
Η δραστηριότητά του αυτή σε συνδυασμό με την αγιότητα βίου που τον διέκρινε, έγιναν αιτία να κληθεί ο Αθανάσιος από τη Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία για να αναλάβει τη Σχολή της Βασιλεύουσας. Μεταξύ των δελεαστικών προσφορών που του έγιναν προκειμένου να δεχθεί, ήταν ακόμη και η χειροτονία του σε μητροπολίτη σε επαρχία της επιλογής του.
Ο Αθανάσιος όμως, άνθρωπος που μια ζωή έζησε με ταπείνωση και ανιδιοτέλεια, δεν δελεάστηκε από τις προτάσεις του Πατριαρχείου και έδωσε απάντηση ανάλογη με το ήθος και τις αρχές του.
Ο βιογράφος του Α. Μάμουκας μας τη διασώζει αυτολεξί:
«Τας μεν αρχιερατείας τιμώ και προσκυνώ αλλ᾽ εγώ δεν είμαι άξιος. Αν εκαταλάμβανα ότι έκαμνα περισσότερον καρπόν εις την Βασιλεύουσαν πόλιν, ήθελα έλθει αυτόκλητος. Επειδή όμως, ως στοχάζομαι, αυτού είναι κάποια εμπόδια, διά τούτο, άφετέ με παρακαλώ εδώ εις τα πέριξ να ωφελώ όσον δύναμαι τους αδελφούς μου και το Γένος μου».
*Απόσπασμα από κείμενο που έγραψε ο Κωνσταντίνος Σβεντζούρης για το «Αγιολόγιον της Θεσσαλονίκης», τόμος α’, του Κέντρου Αγιολογικών Μελετών της Ιεράς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Έκδοση Ιερά Μονή Αγίας Θεοδώρας.
Επιμέλεια: Στ.Κ.
No Comments
Sorry, the comment form is closed at this time.