Η οσία Θεοδώρα γεννήθηκε στην Αίγινα το έτος 812 από ευσεβείς γονείς, τον Αντώνιο, ο οποίος ήταν ιερέας, και την Χρυσάνθη. Η μητέρα της πέθανε κατά τον τοκετό αφήνοντας την Θεοδώρα ορφανή. Ο Αντώνιος, μετά τον αιφνίδιο θάνατο της συζύγου του, αποφάσισε να ακολουθήσει ερημητικό βίο. Γι’ αυτό εμπιστεύθηκε την μικρή Θεοδώρα σε μια ευσεβή συγγενή του, δίνοντάς της το όνομα Αγάπη. Η Θεοδώρα είχε ακόμη δύο αδέλφια, μια μοναχή κι έναν αδελφό διάκονο.
Ενώ ήταν ακόμη επτά ετών, σύμφωνα με την νομοθεσία που ίσχυε εκείνη την εποχή, ο πατέρας της την μνήστευσε με έναν πλούσιο και σώφρονα άνδρα. Βρισκόμαστε στην περίοδο της εικονομαχίας, οπότε μνημονεύονται επιδρομές των Σαρακηνών πειρατών της Κρήτης στο Σαρωνικό κόλπο. Η Αίγινα λεηλατείται και η οσία με τον σύζυγό της αναγκάζονται να μεταναστεύσουν για ασφάλεια στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αποκτούν τρία παιδιά, από τα οποία τα δύο πέθαναν. Η οσία με τον σύζυγό της αποφασίζουν να προσφέρουν το μοναδικό τους παιδί στον Θεό και για τον λόγο αυτό το οδηγούν σε ηλικία μόλις έξι ετών στην μονή του Ευαγγελιστού Λουκά. Εκεί η μικρή κόρη της οσίας έλαβε το αγγελικό σχήμα και το όνομα Θεοπίστη.
Λίγο μετά την μοναστική αφιέρωση της Θεοπίστης, πέθανε και ο σύζυγος της Θεοδώρας. Το νέο τραγικό συμβάν δεν κατέβαλε την πίστη της. Τελεί το τριήμερο και εννιαήμερο μνημόσυνο του συζύγου της και αμέσως μετά, διαμοιράζοντας το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της στους φτωχούς, καταφεύγει στην Ι. Μονή του αγίου Στεφάνου, όπου ηγουμένευε η ομολογήτρια Άννα. Σε ηλικία εικοσιπέντε ετών δίνει τις μοναχικές υποσχέσεις, λαμβάνοντας το όνομα Θεοδώρα.